Οταν μια ιστορία σύγχρονης αγιοσύνης, φιλοτεχνημένης από τα ΜΜΕ, γκρεμίζεται με θόρυβο, τότε δημιουργείται διάχυτη συλλογική απελπισία. Γίνεται εκρηκτικό το έλλειμμα εμπιστοσύνης λόγω της κατάπτωσης του ιδρυτή-εξιδανικευμένου ιερέα, του θεσμού που δημιούργησε και της επερώτησης για το νόημα της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης απέναντι σε αδύναμα και απροστάτευτα παιδιά. Μεγάλος κίνδυνος είναι να αρνητικοποιηθεί συλλήβδην κάθε καλή πρακτική ΜΚΟ ή και κρατικών φορέων συσκοτίζοντας τους βαθύτερους λόγους της ιδρυματικής βίας και κουλτούρας.
Εχοντας την εμπειρία της διοίκησης του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, γνωστού ως Νταού Πεντέλης (2001-2004), στην επεξεργασία και εφαρμογή ενός επιχειρησιακού σχεδίου για τον αποϊδρυματισμό και την οριστική κατάργησή του (η οποία υλοποιήθηκε το 2008-2009), υπήρξα μάρτυρας και ταυτόχρονα διαχειριστής ενός πλέγματος άτυπων σχέσεων και δεσμών μεταξύ του προσωπικού, το οποίο αναπαρήγε αδράνεια, χρονιοποίηση, διαφθορά, εγκατάλειψη, βία και, όχι σπάνια, σεξουαλικές κακοποιήσεις εφήβων με βαριά ψυχοπαθολογία και νοητική υστέρηση.
Η οδύνη των «ωφελούμενων» παιδιών και νέων ενηλίκων συναντούσε την ψυχική δυσφορία, το άγχος, ακόμη και την κατάθλιψη, μελών του νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο αισθανόταν αδύναμο να πει την αλήθεια μέσα από την υποκατάσταση κάθε θεραπευτικής λειτουργίας του ιδρύματος από μια δύσκαμπτη γραφειοκρατική μηχανή η οποία έλεγχε τα πάντα.
Η διεθνής εμπειρία και ερευνητική τεκμηρίωση σχετικά με τη μακρόχρονη παραμονή παιδιών και εφήβων σε κλειστά ιδρύματα, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, αποκομμένα από τον κοινωνικό ιστό και από μηχανισμούς εποπτείας, επιστημονικής και διοικητικής, αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης με τη συμμετοχή των ίδιων των ωφελουμένων, θέσπισης κριτηρίων ποιότητας, διαφάνειας και λογοδοσίας, δείχνει ότι δημιουργείται συγκεκριμένη ιδρυματική συμπτωματολογία: βία, απόσυρση, αγχώδεις και φοβικές διαταραχές, νευροαναπτυξιακά προβλήματα, ακραία παρορμητική συμπεριφορά, ελλειμματικές δεξιότητες, ψυχοσωματικά προβλήματα, υιοθέτηση χειριστικών συμπεριφορών ως μέσου επιβίωσης.
Συνεπώς δεν προκαλεί καμία έκπληξη ότι η πρώτη αντίδραση του ιδρυτή της «Κιβωτού του Κόσμου» ήταν η χρησιμοποίηση μιας ψευδοψυχαναλυτίζουσας ερμηνείας για τις καταγγελίες των θυμάτων («Κάποια παιδιά δεν μας συγχωρούν που πήραμε τη θέση των γονιών τους»), η οποία αντέστρεφε την πραγματικότητα της άσκησης βίας σε βάρος τους.
Η αρνητική εμπειρία δύο αιώνων ιδρυματικής παιδικής προστασίας έχει δείξει, σε όλον τον δυτικό κόσμο, ότι πρέπει να αναθεωρηθεί ριζικά: Συχνά η εξιδανίκευση του ιδρυτή, χωρίς έλεγχο και εξωτερική αξιολόγηση, του επιτρέπει να καλύπτει τις δικές του ναρκισσιστικές ανάγκες όπως και διαστροφικές συμπεριφορές της ηγετικής ομάδας που ελέγχει το ίδρυμα μέσα από μια συνωμοσία σιωπής και πλήρους διάψευσης της αρχικής αποστολής του θεσμού.
Σημαντικές ποιοτικές έρευνες σε Βοστώνη, Γαλλία και Ιταλία για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων σε εκκλησιαστικά ιδρύματα δείχνουν ότι όταν ένα παιδί υποστεί μια τέτοια κακοποίηση, το ψυχολογικό σοκ και τραύμα είναι τόσο μεγάλο που είναι αδύνατο να γίνει αντικείμενο ψυχικής και νοητικής επεξεργασίας από την πλευρά του θύματος. «Ισως και λόγω προκληθέντων βλαβών στην εγκεφαλική λειτουργία (Shengold 1989, Gartner 2009) τα θύματα έχουν πιθανότητα δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερη ως ενήλικοι να επιτελέσουν μία απόπειρα αυτοκτονίας, να παρουσιάσουν συμπτώματα μετατραυματικού στρες, αποσύνδεσης της σκέψης, κατάθλιψη και απόσυρση».
Μέσα από ερευνητική τεκμηρίωση, προκύπτει πως το γεγονός ότι αυτές οι σεξουαλικές κακοποιήσεις πραγματοποιούνται από ιερείς, οι οποίοι στη θρησκευτική κουλτούρα ονομάζονται πατέρας, μητέρα, αδελφή, αδελφός, δίνει στην κακοποίηση του σώματος του ανηλίκου, συμβολικά, χαρακτήρα αιμομικτικό. Παράλληλα, υπάρχει μια εκβιαστική και τιμωρητική συμπεριφορά του θύτη ο οποίος επικαλείται το θέλημα του Θεού για να επιβάλλει τη διαστροφική του επιθυμία, απειλώντας το θύμα ότι θα αντιμετωπίσει τη θεϊκή οργή αν δεν συναινέσει.
Το ορατό αποτέλεσμα είναι ότι τα θύματα μετατρέπονται συχνά σε θύτες, αν συνεχίσουν τη σχέση τους με το ίδρυμα. Επίσης, σύμφωνα με διεθνή στατιστική της UNICEF κάθε κακοποιημένο παιδί που καταλήγει σε ίδρυμα έχει περίπου 75% πιθανότητα να ξανακακοποιηθεί σωματικά και 25%-30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά από άλλα παιδιά με τα οποία συνυπάρχει στο πλαίσιο κλειστής φιλοξενίας.
Η ηγεσία της καθολικής Εκκλησίας, από το τέλος της δεκαετίας του ’90, εγκαθίδρυσε μια σειρά από ελεγκτικούς μηχανισμούς για την προστασία των δικαιωμάτων των ανηλίκων σε διαφορετικά επίπεδα, μέσα από έκδοση εγκυκλίων, επιτροπές επιτήρησης και συνεργασία με ερευνητές επιστήμονες από τους χώρους της κοινωνικής εργασίας και της ψυχικής υγείας. Οι αποκαλύψεις για τη «δολοφονία των ψυχών των παιδιών», όπως χαρακτηριστικά είπε ο αμερικανός ψυχαναλυτής Shengold, λειτούργησαν ως καταλύτης για την αυτοκάθαρση της καθολικής Εκκλησίας που συνεχίζεται. Η συγκυρία επιτάσσει, εκτός από το «ανάθεμα» της Αρχιεπισκοπής στον πατέρα Αντώνιο, αυτοκριτική, αναστοχασμό και δράση από την ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Τι να κάνουμε στη χώρα μας
Παρά τις αξιόπιστες εκθέσεις του Συνηγόρου του Παιδιού και παρά την ψήφιση ενός σημαντικού νόμου για τον αποϊδρυματισμό, την αναμόρφωση του πλαισίου της παιδικής προστασίας, την αναδοχή και την υιοθεσία (4538/2018), η κατάσταση παραμένει απελπιστική. Ακαθόριστος αριθμός παιδιών φιλοξενούνται από γνωστές και ενταγμένες σε μητρώα του υπουργείου και άγνωστες οργανώσεις, ενώ άλλα παραμένουν για μήνες, λόγω έλλειψης εναλλακτικών λύσεων, σε νοσοκομεία ή αστυνομικά τμήματα, για αόριστο χρόνο, μέχρι να βρεθεί το «κατάλληλο» ίδρυμα.
Από την άλλη, οι κοινωνικές υπηρεσίες της Αυτοδιοίκησης είναι υποστελεχωμένες και οι επαγγελματίες βρίσκονται συχνά στα όρια επαγγελματικής εξουθένωσης απέναντι στην πολυπλοκότητα και την έκταση των προβλημάτων που καλούνται να διαχειριστούν, με αποτέλεσμα να διεκπεραιώνουν γραφειοκρατικά τις υποθέσεις, λειτουργώντας σε ένα πλαίσιο ανθρωποφαγικό, με ουσιώδη αδυναμία εκπλήρωσης της θεσμικής αποστολής του.
Επομένως, το μείζον είναι να προχωρήσουμε στον αποϊδρυματισμό της παιδικής προστασίας μέσα από την εφαρμογή του νόμου και μέσα από ένα δεσμευτικό πολυετές σχέδιο δράσης με την ενεργό διαβούλευση και συμμετοχή όλων των κοινωνικών θεσμών της χώρας.
Ο ρεαλιστικός στόχος μπορεί να είναι η οριστική κατάργηση των προνοιακών ιδρυμάτων, ο περιορισμός του φαινομένου του νεοϊδρυματισμού στην κοινότητα και η προώθηση της αναδοχής, της επαγγελματικής αναδοχής, της υιοθεσίας ή και της επανένταξης των παιδιών στο αρχικό οικογενειακό περιβάλλον τους με στήριξη επιστημονικής διακλαδικής ομάδας και με αυστηρά θεσπισμένα κριτήρια από ανεξάρτητη αρχή.
Ελπίζουμε η κατανόηση του φαινομένου της ιδρυματικής βίας να μην πυροδοτήσει περαιτέρω ανώφελες και δογματικές διχοτομήσεις δημόσιου/ιδιωτικού ή ταύτισης του δημόσιου με το κρατικό. Το συλλογικό μας διακύβευμα είναι η προστασία των ευάλωτων πολυτραυματισμένων ανηλίκων μέσω μηχανισμών εποπτείας και αξιολόγησης, με επαρκή στελέχωση των δημόσιων φορέων, και όχι η προστασία των ιδεοληψιών μας, είτε νεοφιλελεύθερων είτε παλαιοκομμουνιστικών.
Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επ. σύμβουλος ΕΠΑΨΥ.