Το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών από την ΕΥΠ δεν συνιστά πολιτικό αλλά πολιτειακό ζήτημα. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο μόνος πολιτικός – στόχος της παρακολούθησης ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης, θίγονται από αυτή τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος (αν και υφίστανται επώνυμες καταγγελίες για παρακολούθηση επίσης 17 βουλευτών διαφόρων κομμάτων, καθώς και των γραφείων του ΚΚΕ, οι οποίες δεν φαίνονται να έχουν συγκινήσει ακόμη τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές).
Πρέπει πρώτιστα να επισημανθεί ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ παραβίασε καταφανώς το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού εκείνο επιτρέπει στις δικαστικές αρχές να δώσουν σχετική εντολή μόνο για λόγους εθνικής ασφαλείας, δηλαδή όταν ο στόχος της παρακολούθησης εκτιμάται πως συνιστά εν δυνάμει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Είναι όμως πασιφανές ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης ούτε συνιστά ούτε συνιστούσε ποτέ τέτοιον κίνδυνο, ως υποψήφιος και στη συνέχεια αρχηγός του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, αφού άλλωστε οι αρχηγοί των δύο πρώτων κομμάτων (Πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης) τον καλούν επίμονα να δηλώσει δημόσια την ετοιμότητά του να καταστεί μετεκλογικά κυβερνητικός εταίρος του καθενός από αυτούς (και όχι του άλλου). Θα ήταν πολιτικά σχιζοφρενικό να καλείς σε κυβερνητική συνεργασία κάποιον επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, γι’ αυτό άλλωστε και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αναγκάστηκε να παραδεχθεί δημόσια ότι η παρακολούθηση ήταν «πολιτικά μη αποδεκτή». Επομένως ο περαιτέρω ισχυρισμός του ότι επρόκειτο για «νόμιμη επισύνδεση» είναι λογικά ανέρειστος και ανερμάτιστος.
Δεύτερον, η ίδια τηλεφωνική παρακολούθηση παραβίασε έμμεσα και το άρθρο 61 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε». Εφόσον ο βουλευτής δικαιούται να αρνηθεί τη μαρτυρία του, προφανώς προς τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, εκείνες δεν επιτρέπεται να αντλήσουν τέτοια πληροφόρηση, ούτε και εν αγνοία του, μέσω της υποκλοπής των συνομιλιών του με τρίτα πρόσωπα. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 51 παρ. 1 Συντ. «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος», ο ισχυρισμός ότι θα μπορούσαν ταυτόχρονα να συνιστούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. είναι συστηματικά αντιφατικός και έωλος. Στο σημείο αυτό άλλωστε παραβιάστηκε και το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο (δηλαδή η ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη), αφού σύμφωνα με το άρθρο 9 του 7ου Πρωτοκόλλου της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα ίδια προνόμια της βουλευτικής ασυλίας ισχύουν και για τους ευρωβουλευτές, όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Τρίτον, ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει καταθέσει στις 26.7.2022 μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για την παγίδευση του τηλεφώνου του, η εξέταση της οποίας εκκρεμεί. Συνεπώς, τίθεται θέμα διερεύνησης των πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών της εποπτεύουσας την ΕΥΠ εισαγγελέως Εφετών, Βασιλικής Βλάχου, εφόσον αυτή υπέγραψε το ένταλμα παρακολούθησης. Το να δηλώνει δημόσια ο Πρωθυπουργός ότι η κυρία Βλάχου είναι «έμπειρη και ικανή δικαστική λειτουργός» και ότι οι ενέργειές της ήταν «σύμφωνες με το γράμμα του νόμου» προσβάλλει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και ειδικότερα τη δικαστική ανεξαρτησία (άρθρα 26 παρ. 3 και 87 παρ. 1 Συντ.), επειδή συνιστά έμμεση παρέμβαση στο έργο των αρμόδιων να διερευνήσουν τις ευθύνες της κυρίας Βλάχου εισαγγελικών και δικαστικών αρχών. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο Πρωθυπουργός αποδοκίμασε τους έμπιστους συνεργάτες του, κ.κ. Κοντολέοντα (διοικητή της ΕΥΠ) και Δημητριάδη (γενικό γραμματέα παρά τω Πρωθυπουργώ) οδηγώντας τους σε παραίτηση, παρέχει αφειδώς κάλυψη στην κυρία Βλάχου, εγείροντας ερωτηματικά για τη μεταξύ τους πολιτική σχέση.
Τέλος, η δυσώδης αυτή υπόθεση, η οποία εμφανίζει ευδιάκριτες αναλογίες με το σκάνδαλο Watergate στις ΗΠΑ το 1972-74, αποδεικνύει, δυστυχώς, για μια ακόμη φορά πόσο ελλιπής είναι ο πολιτικός μας πολιτισμός σε θέματα ανάληψης πολιτικής ευθύνης. Ακόμη και αν πιστέψουμε τον ισχυρισμό του Πρωθυπουργού ότι ουδέν εγνώριζε (πράγμα μάλλον απίθανο, δεδομένου ότι ο κ. Κοντολέων ήταν προσωπική του επιλογή και τοποθετήθηκε επικεφαλής της ΕΥΠ, αν και δεν διέθετε τα απαραίτητα τυπικά προσόντα, ύστερα από «φωτογραφική» τροποποίηση του νόμου, λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον κ. Μητσοτάκη), πάντως ο ίδιος, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 του Ν. 4622/2019 περί «επιτελικού κράτους», είναι ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, άρα φέρει και την πολιτική ευθύνη για τις ενέργειές της. Οι Κοντολέων και Δημητριάδης ήταν από νομική άποψη μετακλητοί υπάλληλοι και άρα άμοιροι πολιτικής ευθύνης (όχι όμως και ποινικής, αφού δεν τους καλύπτει το άρθρο 86 του Συντάγματος).
Η παραίτησή τους δεν μπορεί να απαλλάξει τον κ. Μητσοτάκη. Ο τελευταίος όφειλε σε κάθε περίπτωση να γνωρίζει και γι’ αυτό θα έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη του, παραιτούμενος από την πρωθυπουργία και δρομολογώντας την εκλογή νέου πρωθυπουργού από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 του Συντάγματος. Ο ίδιος προφανώς δεν έχει καμία διάθεση να το πράξει, αλλά η διερεύνηση του πρωτοφανούς αυτού σκανδάλου (σε κανένα άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν έχει γίνει γνωστό να υπάρχουν παρακολουθήσεις σε βάρος ηγετών της αντιπολίτευσης) δεν αποκλείεται να οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, σε εξελίξεις που θα ξεφύγουν εντελώς από τον έλεγχό του.
O κ. Κώστας Χρυσόγονος είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ.