Μία από τις αρνητικές παρακαταθήκες της οικονομικής κρίσης που διανύσαμε την τελευταία δεκαετία είναι σίγουρα η αυτόματη καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζουμε πλέον λέξεις όπως «θεσμοί», «μέτρα», «ανάκαμψη» και «μεταρρυθμίσεις», πολλώ δε μάλλον όταν τυχαίνει να συνδυάζονται στην ίδια πρόταση. Κι αυτό γιατί οι λέξεις αυτές υπήρξαν άρρηκτα – και αναπόφευκτα – συνδεδεμένες στο μυαλό μας με αυστηρά μέτρα λιτότητας και έξωθεν εποπτεία που στόχευαν, στο τέλος της ημέρας, να καθησυχάσουν τους δανειστές μας ότι τα χρήματά τους δεν επρόκειτο να αποτελέσουν πηγή περαιτέρω χρηματοδότησης (πολιτικών) λαθών του παρελθόντος.

Το αρνητικό πρόσημο που ανακλαστικά αποδίδουμε σε οτιδήποτε αφορά ή σχετίζεται με τις παραπάνω λέξεις ίσως μας εμποδίζει να αντιληφθούμε σήμερα ότι η υγειονομική κρίση διαφέρει ουσιωδώς από την παρελθούσα κρίση χρέους, τόσο σε επίπεδο χαρακτηριστικών όσο και, κυρίως, σε επίπεδο πολιτικής βούλησης και ετοιμότητας. Παρόλο που η κρίση της COVID-19 μπορεί να επιφέρει αντίστοιχη ή και βαθύτερη οικονομική ύφεση, το γεγονός ότι δεν είναι αποτέλεσμα εσφαλμένων οικονομικών χειρισμών, διαρθρωτικών αδυναμιών ή αστοχιών του πολιτικού συστήματος ενός περιορισμένου αριθμού χωρών του ευρωπαϊκού Νότου συνέβαλε καθοριστικά στη λήψη των απαιτούμενων πολιτικών αποφάσεων για την υιοθέτηση ολιστικών λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διαφορά της παρούσας συγκυρίας σε εύρος και κλίμακα αντανακλάται εξίσου στο είδος, τους στόχους και τη λειτουργία των μέτρων που προτάθηκαν για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω