Οι περισσότεροι Ελληνες «θυμόμαστε» την Επανάσταση του ’21 ως μια σειρά ηρωικών ή μαρτυρικών αφηγήσεων: Ο Κολοκοτρώνης στα Δερβενάκια, ο Διάκος στην Αλαμάνα, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι κ.λπ. Οι αφηγήσεις αυτές δομήθηκαν ήδη από τον 19ο αιώνα με υλικά που αντλήθηκαν από τις δύο τότε διαθέσιμες δεξαμενές: την παραδοσιακή καταξιωμένη της θρησκείας και τη νεωτερική ανερχόμενη του έθνους. Κατόπιν, με τις επαναλήψεις τους στη σχολική ιστορία και τις χρήσεις τους στη δημόσια ιστορία, οι αφηγήσεις παγιώθηκαν και συγκρότησαν μοτίβα που πότισαν τον πυρήνα της εθνικής μας ταυτότητας.
Ας πάρουμε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: τον Διάκο στην Αλαμάνα. Ευθύς εξαρχής, οι πρώτοι ιστορικοί της Επανάστασης (ο Πουκεβίλ, ο Τρικούπης, ο Γερβίνος, ο Περραιβός κ.λπ.) είδαν την Αλαμάνα ως μετωνυμία των Θερμοπυλών και τον Διάκο ως νέο Λεωνίδα. Στις αφηγήσεις τους τόνιζαν διαρκώς τις ομοιότητες: Ο Διάκος με ελάχιστα παλικάρια τόλμησε ν’ αντισταθεί στους «αμέτρητους Ασιανούς», «Ανατολίτες» ή «Χαλδούπηδες», στους Τούρκους δηλαδή που ήρθαν απρόσκλητοι από τα βάθη της Ανατολής, όπως οι Πέρσες εισβολείς στην αρχαιότητα. Οπως οι Τριακόσιοι αντέστησαν έως εσχάτων τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, ο Διάκος και τα παλικάρια του επέλεξαν «αντί της άτιμης φυγής τον ένδοξο θάνατο» δέσμιοι του όρκου τους στο έθνος.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.