Οι εορτασμοί του Ιωβηλαίου των 200 ετών της Ελληνικής Επανάστασης έδειξαν πως σε γενικές γραμμές έχουμε ξεπεράσει τη διαμάχη για τον χαρακτήρα της. Τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον στην κοινότητα των ιστορικών μας, έχει υπάρξει σχετική σύγκλιση όσον αφορά τις κινητήριες κοινωνικές και ταξικές δυνάμεις της, τους υψηλούς σκοπούς της (ελευθερία και πίστη) αλλά και τα ταπεινά κίνητρα (πλιάτσικο, αξιώματα, υλικά οφέλη) πολλών εκ των συμμετεχόντων σε αυτήν. Αυτό που ακόμη διχάζει – και ευτυχώς που διχάζει, γιατί το αντίθετο θα σήμαινε πως δεν είμαστε πλουραλιστική κοινωνία – είναι το ποια μηνύματα στέλνει αυτή στη σημερινή Ελλάδα. Δεν εννοώ εδώ τις πομφόλυγες περί του ΣΥΡΙΖΑ ως συνέχεια των επαναστατών του 1821, όπου ένας αγωνιστής με υψηλούς σκοπούς και αντιφατικές στάσεις (Κολοκοτρώνης) ταυτίζεται με έναν εκπρόσωπο του πλιάτσικου και του οπορτουνισμού (Μακρυγιάννης), τον οποίο ανέβασε σε ηθικά ουράνια η Γενιά του 1930, χωρίς να το αξίζει καθόλου (δες Κώστας Βούλγαρης, «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ. Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό», Βιβλιόραμα, 2020). Πολλοί έμειναν όμως στον Πολάκη και ξέχασαν πως από την άλλη ορισμένοι ιστορικοί κατηγορήθηκαν για «μίσος κατά της 25ης Μαρτίου». Συγκεκριμένα ο Αντώνης Λιάκος κατηγορήθηκε πως θεωρεί τον πατριωτισμό «ντροπιαστική έννοια» και η Σία Αναγνωστοπούλου για «χολή» κατά των εορτασμών. Παρόμοιες κατηγορίες είχαν απευθυνθεί το 2017 κατά των εξαίρετων ιστορικών Πολυμέρη Βόγλη και Γιώργου Κόκκινου για τις τότε προτάσεις τους για τα βιβλία Ιστορίας στην εκπαίδευση και διαχρονικά κατά πολλών άλλων. Το «νόημα» το έπιασε το φανατικά αφελές Διαδίκτυο και προσπάθησε να τους ξεσκίσει. Κι όμως, όλοι αυτοί με το έργο τους έχουν δείξει πόσο σημαντικό είναι το αίσθημα του ανήκειν σε μια πατρίδα.
Δεν είμαστε η πρώτη χώρα στην οποία ξεσπούν διαμάχες για την ιστορία της. Τη δεκαετία του 1980 είχε ανάψει στη Γερμανία μια τεράστια σε επιστημονικό και ηθικό βάθος συζήτηση που αποκαλέστηκε «η διαμάχη των ιστορικών». Η συζήτηση επεκτάθηκε και σε αγγλοσαξονικό έδαφος και συνεχίζεται έως σήμερα. Αφορούσε το τι προκάλεσε το Ολοκαύτωμα, το εάν και κατά πόσο αντιστάθηκε ο γερμανικός λαός ή κάποιο τμήμα του έστω και παθητικά ή δεν υπήρξε καμία αντίσταση αλλά μόνο γενικευμένη αποδοχή. Το κεντρικό ερώτημα αφορούσε το αν ήταν η ναζιστική εποχή μια κατάσταση εξαίρεσης ή κάτι εγγενές στη γερμανική ιστορία. Κάποιοι, στο πλαίσιο της διαμάχης, υποστήριξαν ότι η απήχηση του ναζισμού στη γερμανική «κοινή γνώμη» αποτελούσε εξαίρεση στην ορθολογική ροή της ιστορίας του γερμανικού λαού. Αλλοι υποστήριξαν πως ο ναζισμός έχει ρίζες στη γερμανική ιστορία (Richard Evans), στον γερμανικό χαρακτήρα (Norbert Elias, Daniel Goldhagen) και άλλοι (Jürgen Habermas, Heinrich Winkler) εστίασαν στις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος της Βαϊμάρης. Η κριτική εστίασε στις απόψεις γερμανών ιστορικών όπως οι Ernst Nolte, Joachim Fest, Αndreas Hillgruber, Michael Stürmer, Hagen Schulze, Imanuel Geiss, Klaus Hildebrand αλλά και του Βρετανού David Irving. Αυτοί κατηγορήθηκαν πως επιχειρούσαν να ξεπλύνουν τον ναζισμό. Ο Nolte κατηγορήθηκε ότι θεωρούσε πως το σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων και των κομμουνιστών κομισαρίων αποτελούσε απλώς μια νόμιμη στρατιωτική διαταγή, την οποία οι γερμανοί αξιωματικοί και οπλίτες όφειλαν να εκτελέσουν. Η αναθεωρητική σχολή του Nolte προκάλεσε τα πυρά και λόγω της αξίωσής της να παρουσιάζεται η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ενωση, ως «προληπτικός πόλεμος». Η γερμανική «διαμάχη των ιστορικών» όμως δεν πολιτικοποιήθηκε. Οι επικριτές της αναθεωρητικής σχολής δεν κατηγοριοποιήθηκαν ως «αριστεροί» με σκοπό την απαξίωσή τους ως ιστορικών. Η «διαμάχη» επικεντρώθηκε στις ιστορικές και όχι στις πολιτικές απόψεις των ιστορικών.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.