Το Πήλιο στην Ανατολική Μαγνησία είναι ένα υπέροχο βουνό πάνω στο Αιγαίο: ένα σύνθετο οικοσύστημα με υψηλή βιοποικιλότητα και υπέροχες εναλλαγές τοπίου, με τις ελιές και τις καστανιές σε μοναδική συμβίωση (μεταξύ άλλων προστατευόμενος βιότοπος του δικτύου Natura). Η οικονομία του είναι πρωτίστως αγροτική, ενώ η τουριστική δραστηριότητα μπορεί δυνητικά να κάνει τη διαφορά.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Το Πήλιο έχει όλες τις προϋποθέσεις για εξαιρετικές επιδόσεις στον τουριστικό τομέα, μέσω της μετατροπής του σε εναλλακτικό προορισμό μακριά από τον εξουθενωτικό νησιωτικό συνωστισμό των καλοκαιρινών μηνών. Τούτο ωστόσο δεν έχει να κάνει με τη μετατροπή ενός ιστορικού τόπου με ισχυρά στοιχεία αυθεντικότητας σε τουριστική Ντίσνεϊλαντ, αλλά με την ποιοτική αναβάθμισή του κατ’ αρχάς προς όφελος των μόνιμων κατοίκων του που ζουν εκεί δώδεκα μήνες τον χρόνο.
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Η βασική διαπίστωση είναι η έλλειψη φροντίδας για τον τόπο. Προβληματικό οδικό δίκτυο, ακαθάριστοι δρόμοι, ακαθάριστα μονοπάτια (τα περίφημα του Πηλίου), ακαθάριστα δάση, εγκαταλειμμένη φύση (εκεί όπου οι πυρκαγιές του παρελθόντος θα επέβαλλαν κλαδέματα, φροντίδα και αναδάσωση). Η κατάσταση αυτή προκαλεί τις θερινές πυρκαγιές εξαιτίας της συσσώρευσης εύφλεκτης ύλης αλλά και των διαφόρων ειδών απορριμμάτων που εγκαταλείπονται όπου βολεύει τον καθένα: μάλλον είμαστε τυχεροί, γιατί στην κατάσταση που βρίσκεται γενικότερα το φυσικό περιβάλλον στην Ελλάδα, οι πυρκαγιές που ξεσπούν κάθε χρόνο είναι λίγες. Και δεν είναι μόνο η ορατή έλλειψη φροντίδας που σοκάρει, αλλά και η αδυναμία της τοπικής αυτοδιοίκησης (Βορείου και Νοτίου Πηλίου) να το κατανοήσει. Η οποία λειτουργεί παγίως με τη λογική των υπολογισμών για το πού συλλέγει τις περισσότερες ψήφους στις εκλογές, έτσι ώστε να αφήνει και κάποια μικρότερα χωριά στο έλεός τους (π.χ. για το πρώτιστο αγαθό της ύδρευσης).
Οι ντόπιοι παραπονιούνται εδώ και χρόνια για την τουριστική ύφεση του τόπου, δίνοντας τις πιο απίθανες εξηγήσεις. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η προσφορά ποικιλίας ποιοτικών υπηρεσιών ήπιας περιβαλλοντικής επιβάρυνσης είναι αυτή που ενεργοποιεί τη ζήτηση. Η ευαισθησία για το περίφημο «περιβαλλοντικό αποτύπωμα» είναι πλέον εξαιρετικά ανεπτυγμένη τουλάχιστον στους δυτικοευρωπαίους τουρίστες, που σοκάρονται από την αφροντισιά του περιβάλλοντος (περιλαμβανομένου του ανύπαρκτου διαχωρισμού των απορριμμάτων κατά την αποκομιδή τους, γι’ αυτούς πλέον αδιανόητου). Είναι μήπως αυτός ο λόγος που τα τελευταία χρόνια έχουν εξαφανιστεί από το Πήλιο οι Αγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Ολλανδοί, και έχουν αντικατασταθεί από τους Βούλγαρους, τους Σέρβους, τους Ρουμάνους και τους Αλβανούς;
Ισως ο λόγος να βρίσκεται στο ότι οι δεύτεροι έχουν εύκολη οδική πρόσβαση προς το Πήλιο. Και εδώ προκύπτει ένα άλλο ζήτημα. Το καταπληκτικό πολιτικό αεροδρόμιο-απόκτημα της Νέας Αγχιάλου εξυπηρετεί τα τελευταία καλοκαίρια περίπου μία (1) διεθνή πτήση την ημέρα, όταν το απέναντι αεροδρόμιο της Σκιάθου (σήμερα αεροδρόμιο Fraport) περίπου 20 κατά μέσο όρο ημερησίως! Πώς είναι δυνατή η προσέλκυση στη Μαγνησία τουριστών από τη Δυτική Ευρώπη δίχως ένα πραγματικά ενεργό τοπικό αεροδρόμιο; (το ποιος πληρώνει βέβαια για να εξυπηρετεί ένα ολόκληρο αεροδρόμιο μία πτήση την ημέρα είναι ένα άλλο θέμα). Ας σημειωθεί ότι η αεροπορική εταιρεία Ryanair μετέφερε έως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και κάθε καλοκαίρι μέσω του αεροδρομίου Νέας Αγχιάλου μεγάλο αριθμό επισκεπτών στη Μαγνησία. Φέτος η ίδια εταιρία έχει κινήσει γη και ουρανό για τη διαφήμιση των ακτών της Αλβανίας, με πλήθος ημερήσιων συνδέσεων από όλη τη Δυτική Ευρώπη. Γιατί; Διότι η Ryanair (αλλά όχι μόνο αυτή) έχει κάνει τις – οικονομικές – συνεννοήσεις της με την αλβανική κυβέρνηση. Εμείς είμαστε ανίκανοι, αδιάφοροι, ή τι άλλο;
{IDI}Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος, ομότιμος καθηγητής ΑΣΚΤ, είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας.{IDI}