Η ποιητική και συνάμα συμβολική απεικόνιση της Παρθένου στην τέχνη έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση και στη διάδοση στοιχείων που ξεχωρίζουν τη χριστιανική θρησκεία ως ηθική διδασκαλία ασυγκρίτως πιο ανθρωπιστική από τις υπόλοιπες κύριες μονοθεϊστικές θρησκείες (ιουδαϊσμό – ισλαμισμό): σε αυτό συντελεί πρωτίστως το ίδιο το γεγονός της απεικόνισης (οι δύο άλλες θρησκείες είναι δογματικά ανεικονικές για τις θρησκευτικές μορφές).
Η απεικόνιση των θρησκευτικών μορφών του χριστιανισμού διαμορφώθηκε σε δύο μεγάλα διαχρονικά ρεύματα – το ανατολικό των ορθόδοξων βυζαντινών, ρωσικών και αραβικών πληθυσμών και το δυτικό των καθολικών πόλεων-κρατών και βασιλείων της Ευρώπης.
Το ότι η Εκκλησία εξελίχθηκε σε συντηρητικό κραταιό μηχανισμό εξουσίας μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας δεν πρέπει να συσκοτίζει, να αλλοιώνει και, ακόμα χειρότερα, να ακυρώνει τον επαναστατικό ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα στον πυρήνα της. Αυτός ήταν η αιτία της ιστορικά καταιγιστικής εξάπλωσης και υπερίσχυσής της έναντι του ιουδαϊσμού, ενός αυταρχικού δόγματος της Εποχής του Χαλκού.
Η βυζαντινή αγιογραφία τυποποίησε την εικονογραφία της με ιδιαίτερα τονισμένο το πνευματικό στοιχείο στην έκφραση. Στην περίπτωση της Παναγίας διαμορφώθηκε μια πλούσια τυπολογία με τις υποδιαιρέσεις της, ανάλογα με τον τόπο είτε με κάποιο περιστατικό. Η δυτική τέχνη ακολούθησε έναν άλλο δρόμο στη διαμόρφωση της εικονογραφίας λατρευτικών και γενικότερα θρησκευτικών μορφών.
Ηταν ο δρόμος που υπέδειξε τον 13ο αιώνα ο μεγάλος αριστοτελικός φιλόσοφος, θεολόγος και συγκεφαλαιωτής του καθολικισμού Θωμάς Ακινάτης στο περίφημο σύγγραμμά του Summa Theologica: η υπόδειξη ήταν ότι οι θρησκευτικές μορφές πρέπει να ζωγραφίζονται al naturale, δηλαδή φυσιοκρατικά. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε η μεγάλη παράδοση της αναγεννησιακής τέχνης που έχει τις ρίζες της στο έργο του Τζιότο του 13ου και 14ου αιώνα.
Με αυτή την αφετηρία, η εικονογραφία της Παρθένου εξελίχθηκε μέσα από εικόνες και σκηνές που παρουσίαζαν τις θρησκευτικές μορφές γενικά με την προοπτική απεικόνιση – με την οποία το θείο αποδιδόταν φυσιοκρατικά. Οι πιστοί έβλεπαν μορφές και σκηνές σαν «πραγματικές» και αυτό δημιουργούσε δεσμούς εξοικείωσης του φυσικού υποκειμένου (πιστός) με το υπερβατικό (θρησκευτική μορφή).
Στην τυπολογία αυτού του ερμηνευτικού πλαισίου νομίζω ότι η απεικόνιση που ανταποκρίνεται περισσότερο από κάθε άλλη στην ιδιότητα της Παρθένου ως συμβόλου είναι η Παναγία της Ταπεινότητας.
Δημιουργήθηκε από τους ιταλούς και τους φλαμανδούς ζωγράφους μεταξύ 14ου και 16ου αιώνα: είναι η Παναγία που, αντίθετα με τον ευρύτερα διαδεδομένο τύπο της ένθρονης (ως βασίλισσας των ουρανών), ιστορείται καθισμένη στο έδαφος ή σε ένα μαξιλάρι, στο ίδιο επίπεδο με τα υπόλοιπα πρόσωπα και πιο κοντά στον θεατή. Δείχνει το πιο σημαντικό, το απαραίτητο γνώρισμα του παντοδύναμου – την ταπεινοσύνη.
Ενα παράδειγμα είναι η «Παναγία της Ταπεινότητας» του Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο (περίπου 1420) ενώ μια εξέλιξή του βλέπουμε στην «Παρθένο των Βράχων» του Λεονάρντο ντα Βίντσι (τέλος 15ου – αρχές 16ου αι.) στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
Η Παρθένος Μαρία ως μητέρα είναι ίσως ο ευτυχέστερος συμβολισμός της χριστιανικής ηθικής έννοιας του «πλησίον» που τα συναισθήματα και οι πράξεις του κατευθύνονται σε όποιον τα ζητήσει, έξω και πάνω από οποιαδήποτε προσδοκία ανταμοιβής. Για αιώνες ο μαριανισμός, η λατρεία της Παρθένου ως ύστατης ελπίδας των απαρηγόρητων, κυριάρχησε και κυριαρχεί στις συνειδήσεις ακόμα και οπαδών του ορθολογισμού.
Η διαδρομή της στην αφήγηση του χριστιανισμού, από τον Ευαγγελισμό και τη Γέννηση ως τον Θρήνο και την Ανάσταση και από εκεί στην Κοίμηση και στην Ανάληψη, έδωσε έμπνευση και μνημειώθηκε στο διηνεκές από τους μεγαλύτερους ζωγράφους, γλύπτες και αρχιτέκτονες της Ιστορίας.
Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.