Το Βήμα – Project Syndicate
Ο κόσμος άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης τον περασμένο μήνα όταν το «κόκκινο κύμα» που πολλοί φοβούνταν στις αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές δεν εμφανίστηκε. Αν και οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν τη Βουλή των Αντιπροσώπων με μικρή πλειοψηφία, οι Δημοκρατικοί διατήρησαν τη Γερουσία. Η επίδοση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν ήταν απλώς χειρότερη του αναμενομένου, ήταν η χειρότερη σε ενδιάμεσες εκλογές εδώ και δεκαετίες για αντιπολιτευόμενο κόμμα. Δεν θα πρέπει όμως να είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι. Σε πολλές περιπτώσεις η διαφορά ήταν μικρή. Μεγάλος αριθμός Αμερικανών ψήφισε ακραίους υποψηφίους και ορισμένοι από αυτούς εξελέγησαν. Το γεγονός αυτό πρέπει να προξενεί περίσκεψη.
Αναμφίβολα, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της λανθασμένης ανάγνωσης ενός εκλογικού αποτελέσματος δεδομένης της πολυπλοκότητας των παραγόντων που ορίζουν την ψήφο του καθενός. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, ο μέσος ορθολογικός ψηφοφόρος αναγνώρισε την ιστορική επιτυχία των Δημοκρατικών τη διετία που προηγήθηκε. Χάρη στο νομοσχέδιο του Τζο Μπάιντεν για την ανάκαμψη οι Ηνωμένες Πολιτείες γνώρισαν την ισχυρότερη άνοδο από όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, περιορίζοντας σχεδόν κατά το ήμισυ την παιδική φτώχεια σε ένα μόνο έτος. Ο Μπάιντεν πέτυχε επίσης την ψήφιση του πρώτου μείζονος νομοσχεδίου βασικών υποδομών εδώ και δεκαετίες∙ την πρώτη σημαντική νομοθετική παρέμβαση αναφορικά με την κλιματική αλλαγή· ένα μείζον βιομηχανικό νομοσχέδιο το οποίο αναγνωρίζει ρητά τον κομβικό ρόλο της κυβέρνησης στη διαμόρφωση της οικονομίας. Διόρισε την πρώτη μαύρη γυναίκα στο Ανώτατο Δικαστήριο και εξέδωσε προεδρικά διατάγματα για τη διευθέτηση χρεών από φοιτητικά δάνεια, τη βελτίωση της εφαρμογής των αντιμονοπωλιακών προβλέψεων και την αναβάθμιση των οικονομικών διατάξεων για την εποχή της κλιματικής αλλαγής. Επανέφερε τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο της κλιματικής συνθήκης των Παρισίων και σημείωσε αξιόλογη πρόοδο στην αναστήλωση της αμερικανικής ηγετικής παρουσίας στην παγκόσμια σκηνή. Αν και δεν του προσμετράται μέχρι στιγμής, η Ιστορία θα δείξει πιθανότατα ότι οι χειρισμοί του στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο ήταν δεξιοτεχνικοί.
Καμία από τις δύο βασικές πηγές δυστυχίας της σημερινής Αμερικής δεν μπορεί να του χρεωθεί. Η πανδημία έχει διαρκέσει περισσότερο από όσο θα έπρεπε, τουλάχιστον όμως εκείνος, σε αντίθεση με τον Τραμπ, έκανε ό,τι μπορούσε για την ανάσχεσή της. Το αντιεμβολιαστικό κίνημα και όσοι αρνούνται να λάβουν ακόμη και βασικά, χαμηλού κόστους μέτρα, όπως το να φορούν μάσκες, αποτέλεσαν μείζον εμπόδιο στη μείωση των νοσηλειών και των θανάτων, ιδιαίτερα στις κομητείες που τάσσονται υπέρ του Τραμπ, όπου και είναι συγκεντρωμένοι. Ούτε και για τον πληθωρισμό μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος. Αν και κάποιοι σχολιαστές, ακόμη και προσκείμενοι στο κόμμα του, υποστηρίζουν ότι είναι αποτέλεσμα υπερβολικών κυβερνητικών δαπανών, τα στοιχεία αντίκεινται σε μια τέτοια ερμηνεία. Η πανδημία και ο πόλεμος της Ρωσίας προκάλεσαν σε σωρεία περιπτώσεων συμφόρηση από την πλευρά της προσφοράς αγαθών και μετατοπίσεις της ζήτησης σε διάφορους τομείς.
Τώρα που το αμερικανικό εκλογικό σώμα απέρριψε τον ρεπουμπλικανικό εξτρεμισμό κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι ο Μπάιντεν πρέπει να στραφεί και πάλι προς το κέντρο. Πρόκειται για λανθασμένο τρόπο ανάγνωσης του αποτελέσματος των εκλογών. Το εκλογικό σώμα δεν αναζητεί σολομώντειες λύσεις. Σκεφτείτε το χάσμα μεταξύ των υποψηφίων που υπερασπίστηκαν τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών και εκείνων που τάχθηκαν υπέρ της απόλυτης απαγόρευσης των αμβλώσεων, χωρίς εξαιρέσεις ούτε για τις περιπτώσεις βιασμού, αιμομιξίας, κινδύνων για τη ζωή της μητέρας. Δεν είναι ότι το κέντρο του πολιτικού σώματος γνωμοδότησε «ας τραβήξουμε μια γραμμή στους τεσσερισήμισι μήνες με εξαιρέσεις για περιπτώσεις αιμομιξίας, όχι όμως για άλλες περιπτώσεις βιασμού». Οποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους αναφορικά με τις αμβλώσεις, οι Αμερικανοί συμφωνούν σταθερά με την πρόταση ότι η επιλογή είναι ζήτημα των γυναικών, όχι της κυβέρνησης.
Η στροφή προς το κέντρο συνιστά λανθασμένη επιλογή και ως προς άλλα σημαίνοντα ζητήματα. Δεν είναι αριστερός εξτρεμισμός να ισχυρίζεται κανείς ότι η αμερικανική οικονομία δεν ευνοεί τους περισσότερους Αμερικανούς. Το προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ, το οποίο βρισκόταν ήδη σε αξιοσημείωτα χαμηλό επίπεδο σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, σημείωνε πτώση ήδη πριν από την πανδημία. Οι ανισότητες αυξάνονται, οι ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας περιορίζονται και τα προβλήματα αυτά επιτείνονται από τη χρόνια υστέρηση σε επενδύσεις στην παιδεία. Σήμερα, οι προοπτικές των νεαρών Αμερικανών εξαρτώνται από το εισόδημα και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων τους στον υψηλότερο βαθμό από σχεδόν όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Δεν είναι αριστερός εξτρεμισμός να ζητεί κανείς πολιτικές λύσεις στην προστασία του περιβάλλοντος, την αύξηση της οικονομικής ασφάλειας, την τόνωση του ανταγωνισμού, τη διασφάλιση της φωνής όλων στο πολιτικό μας σύστημα. Η δεξιά επιχειρεί να βαφτίσει την προοδευτική αυτή ατζέντα ριζοσπαστική και μη πραγματοποιήσιμη, η πλειοψηφία όμως των ψηφοφόρων διαφωνεί. Η προοδευτική ατζέντα έχει πια καταστεί το πρόγραμμα του κέντρου. Μόνο οι συντηρητικοί των άκρων, οι τυφλωμένοι από την ιδεολογία και τα ιδιαίτερα συμφέροντα αντιτίθενται σε αυτή.
Οι εκλογές του 2022 απέδειξαν ότι ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος επιθυμεί να αφήσει πίσω του τον Τραμπισμό. Αναγνωρίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε και θεωρεί ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισής τους περνά μέσα από τον πολιτισμένο διάλογο. Οι Αμερικανοί έχουν κουραστεί από την ανταλλαγή ύβρεων και την καλλιέργεια του φόβου. Είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, οι περισσότεροι υποστηρίζουν μια προοδευτική ατζέντα και την υπόσχεσή της να εκπληρώσει τον στόχο ενός υψηλότερου βιοτικού επιπέδου για όλους.
Ο κ. Τζόζεφ Στίγκλιτζ είναι νομπελίστας Οικονομίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.