Αν και ο ελληνικός στρατός συμμετείχε μόνο στην τελευταία φάση των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό μέτωπο το 1918, η Ελλάδα ανέμενε εδαφικές παραχωρήσεις στο πλαίσιο των συνθηκών ειρήνης. Η προσπάθεια της Ιταλίας, νικήτριας αλλά ανταγωνιστικής προς τη Βρετανία και τη Γαλλία, να προκαλέσει τετελεσμένα στη Σμύρνη δημιουργούσε νέα πραγματικότητα επί του πεδίου πριν από τη σύναψη της συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ωθώντας τη βρετανική κυβέρνηση να εισηγηθεί στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο την ανάθεση εντολής στον ελληνικό στρατό για απόβαση στη Σμύρνη και κατοχή μιας ευρείας ζώνης στην ενδοχώρα της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που επρόκειτο σύντομα να αποχωρήσουν από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, και η Γαλλία συμφωνούσαν με την ανάγκη να αποτραπεί η επέκταση της ιταλικής επιρροής και παρουσίας στη Σμύρνη και έτσι το Συμβούλιο αποδέχθηκε την εισήγηση του βρετανού πρωθυπουργού Lloyd George. Αν και τυπικά η απόφαση δεν προδιέγραφε την παραχώρηση της ζώνης της Σμύρνης στην Ελλάδα, αυτή η κίνηση εντασσόταν στο ευρύτερο πλαίσιο της βρετανικής στρατηγικής. Η Βρετανία είχε εγκαταλείψει το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οριστικά το 1914, μετά τη συμμαχία των Νεοτούρκων με τη Γερμανία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς η Εγγύς και η Μέση Ανατολή αποκτούσαν κρίσιμη οικονομική και στρατηγική σημασία λόγω και των κοιτασμάτων πετρελαίου, η Βρετανία αντιλαμβανόταν την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ως βραχίονα για τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Η Γαλλία συναίνεσε στη βρετανική πολιτική μόνο για όσο παρέμενε στην εξουσία ο George Clemenceau, έως τον Ιανουάριο του 1920. Οι διάδοχοί του ήταν λιγότερο δεσμευμένοι στην αγγλο-γαλλική συμμαχία και μετέβαλλαν σταδιακά τη γαλλική πολιτική. Η Γαλλία είχε σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς Γάλλοι κατείχαν το 60% του οθωμανικού δημοσίου χρέους και συνέβαλλαν κατά 53% στον σχηματισμό βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου. Οι γάλλοι ιθύνοντες πίστευαν εξάλλου ότι η Βρετανία ωφελείτο από τη διαφαινόμενη διανομή της Μέσης Ανατολής πολύ περισσότερο από όσο προέβλεπε η αγγλο-γαλλική συμφωνία (Sykes-Picot) που είχε συναφθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, το 1916. Ακόμα, η Ελλάδα, και ο Βενιζέλος θεωρούνταν στο Παρίσι ταυτισμένοι με τη βρετανική πολιτική. Σταδιακά, οι Γάλλοι θα έθεταν ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να αντεπεξέλθει στη στρατιωτική πρόκληση στη Μικρά Ασία.
Υπό την πίεση της βρετανικής κυβέρνησης η γαλλική πλευρά προσυπέγραψε τον Αύγουστο του 1920 τη συνθήκη ειρήνης των Σεβρών με την οποία δημιουργήθηκε «η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Τη συνθήκη υπέγραψε και η Ιταλία, η οποία αντιτίθετο ευθέως στην ελληνική επέκταση στη Μικρά Ασία καθώς θεωρούσε τις ελληνικές διεκδικήσεις ανταγωνιστικές προς τις ιταλικές. Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο ήταν ότι η ιταλική κυβέρνηση είχε καταστήσει σαφές ήδη από την άνοιξη του 1920 ότι η Ελλάδα έπρεπε να φέρει μόνη το βάρος της επιβολής των όρων της συνθήκης.
Οι γαλλικές επιφυλάξεις παρέμεναν πάντως ισχυρές και μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών καθώς γινόταν σαφές ότι οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Mustafa Kemal δεν αποδέχονταν τους όρους της συνθήκης, η οποία έπρεπε να επιβληθεί με την ισχύ των όπλων. Η γαλλική πολιτική, όπως και η ιταλική, έτεινε ήδη από το Σεπτέμβριο του 1920 σε συνεννόηση με τον Kemal. Ο Βενιζέλος, ανήσυχος πλέον από τις εξελίξεις, ζητούσε από το Λονδίνο οικονομική βοήθεια και πολεμικό υλικό και ενδεχομένως την από κοινού ανάληψη επιχειρήσεων προς επιβολή της συνθήκης των Σεβρών. Το τελευταίο όμως ήταν αδύνατον δεδομένης της κοινωνικής πίεσης για αποστράτευση στις νικήτριες χώρες. Η βρετανική κυβέρνηση δεν απάντησε στο αίτημά του καθώς μεσολάβησε η νίκη του αντιβενιζελισμού στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και η επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο. Η άποψη ότι η αλλαγή της γαλλικής πολιτικής οφειλόταν στην επιστροφή του βασιλιά είναι εσφαλμένη. Η έλευση του Κωνσταντίνου επέτρεψε όμως στη γαλλική πλευρά να εκδηλώσει την πολιτική της και να ζητήσει την αναθεώρηση της συνθήκης στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου, στις αρχές του 1921. Η Βρετανία, αντίθετα, ενθάρρυνε τη νέα ελληνική κυβέρνηση να επιμείνει στην εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών αλλά δεν παρείχε οικονομική ή υλική βοήθεια, η οποία δεν ήταν σημαντική ήδη πριν από τις εκλογές του 1920. Οι αντιβενιζελικοί συνέχισαν την πολεμική προσπάθεια και την προέλαση έως το Σαγγάριο καθώς συνειδητοποίησαν ότι αν η Ελλάδα απαγκιστρωνόταν από τη Μικρά Ασία θα έπρεπε να εκκενώσει και την Ανατολική Θράκη.
Η στρατηγική εξίσωση έγινε δυσμενέστερη για την ελληνική προσπάθεια όταν το Μάρτιο του 1921 οι τούρκοι εθνικιστές συνήψαν συμφωνία με τους Μπολσεβίκους υπό το φως του κοινού τους συμφέροντος για την εξάλειψη της παρουσίας των δυτικών δυνάμεων από τον Καύκασο. Οι Μπολσεβίκοι, νικητές στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, διαμέλισαν από κοινού με τους Τούρκους την Αρμενία, προπύργιο των δυτικών δυνάμεων στην περιοχή. Οι συμφωνίες, επίσης, που συνήψαν η Ιταλία και η Γαλλία με τους τούρκους εθνικιστές, τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 1921 αντίστοιχα, ενίσχυσαν ασφαλώς τον Kemal από άποψη υλική, πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική. Η Ελλάδα διέθετε πλέον μόνο τη βρετανική υποστήριξη, η οποία δεν ήταν επαρκής για την επιτυχή διαχείριση της μικρασιατικής εμπλοκής αλλά παρέμενε δεσμευμένη στην Ανατολία καθώς ήταν πολιτικά αδύνατον να εγκαταλειφθεί το μικρασιατικό έδαφος και ο πληθυσμός.
Η ελληνική εμπλοκή στη Μικρά Ασία είχε βασιστεί σε δύο παραδοχές οι οποίες ήταν εσφαλμένες: η πρώτη ότι η Βρετανία μπορούσε να διαμορφώσει κατά βούληση τον μεταπολεμικό χάρτη, κάτι που δεν συνέβη, και η δεύτερη ότι η τουρκική ισχύς είχε καταστραφεί με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανάδυση του τουρκικού εθνικισμού και η εσωτερική και διεθνής υποστήριξη που εξασφάλισε διέψευσαν τη δεύτερη υπόθεση. Η Ελλάδα είχε αναλάβει ένα εγχείρημα μεγάλης κλίμακας, το οποίο υπερέβαινε τις πολιτικές, οικονομικές, δημογραφικές, στρατιωτικές και διπλωματικές της δυνατότητες.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών, Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.