Είναι γνωστό πως οι έννοιες της γλώσσας προσφέρουν έναν ενιαίο κώδικα διεπικοινωνίας και κοινωνικής δράσης: ωστόσο, επειδή δημιουργούνται στον κόσμο της καθημερινότητας από τη γλώσσα της ζωής, γι’ αυτό είναι συχνά μονοδιάστατες και ασαφείς. Σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, «η χρήση των αδιαφοροποίητων συλλογικών εννοιών αποτελεί, πάντα, πρόσχημα και επικάλυψη ασαφειών της σκέψης ή της θέλησης, όντας έτσι, συχνά και μέχρι έναν βαθμό, το εργαλείο για ανησυχητικές δολοπλοκίες, πάντοτε όμως ένα μέσον για να παρεμποδίζει τη σωστή διατύπωση ενός προβλήματος».
Ενα τέτοιο πρόβλημα βλέπουμε να επαναλαμβάνεται κατά καιρούς. Το 2008 είχε αποφανθεί ο τότε υπουργός, κ. Βουλγαράκης, ότι το «νόμιμο είναι ηθικό», ενώ πρόσφατα υποστήριξε ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, ότι η διαδικασία για τη συνακρόαση του τηλεφώνου του ευρωβουλευτή και σημερινού προέδρου του ΠαΣοΚ, κ. Ανδρουλάκη, το 2021 ήταν μεν τυπικά επαρκής και νόμιμη, αλλά πολιτικά μη αποδεκτή. Το συγκεκριμένο θέμα έχει γίνει ήδη αντικείμενο έγκυρης κριτικής και δεν χρειάζεται να επαναλάβω όσα εύστοχα γράφτηκαν και ακούστηκαν. Θα αναφερθώ μόνο στη γλωσσική ασάφεια και τα προβλήματα που δημιουργεί ο όρος «νόμιμο». Η διαφοροποίηση που υπάρχει σε άλλες γλώσσες μεταξύ «legal» (δηλαδή τυπικά «έννομου») και «legitim» (δηλαδή τυπικά και ουσιαστικά «νόμιμου», με τη σημασία όχι μόνο του «έννομου», αλλά και του δίκαιου και ηθικά αναγνωρισμένου) υπάρχει δυνητικά και στην ελληνική γλώσσα, όμως σπάνια χρησιμοποιείται, από ό,τι γνωρίζω. Από τη σκοπιά αυτή μπορούμε να αποφανθούμε ότι η ενέργεια της ΕΥΠ ήταν μεν «νομότυπη» (για να χρησιμοποιήσω τον όρο του συνταγματολόγου, κ. Μανιτάκη), όμως, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν «νόμιμη» («legitim») σύμφωνα με την ευρύτερη σημασία του όρου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος