Εκεί στο γύρισμα του αιώνα, με εμβληματικό το 2004 των Ολυμπιακών Αγώνων, φάνηκε να ολοκληρώνει τον κύκλο της η μεγάλη συζήτηση για τον «αυτόχθονο» ή «εισαγόμενο» χαρακτήρα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Σε όλο τον 20ό αιώνα οι δύο πόλοι ξιφούλκησαν με ένταση: από τη μια οι εραστές του «διελληνικού πνεύματος» που έβλεπαν στην ανώνυμη αρχιτεκτονική την έκφραση της λαϊκής ευαισθησίας, την αυθεντική υλική μετουσίωση της εντόπιας πνευματικής παράδοσης ως οδηγό για την τρέχουσα πρακτική. Από την άλλη, οι οπαδοί του διεθνισμού, της εξοικείωσης δηλαδή της «περιφερειακής» Ελλάδας με τα κινήματα και τις μορφοπλαστικές εμπειρίες του αειθαλούς μοντερνισμού, ικανές να θεραπεύσουν τον αταβιστικό επαρχιωτισμό μας και να αποτελέσουν μοχλό εκσυγχρονισμού. Επρόκειτο για στρατευμένες ιδεολογικές τοποθετήσεις που μπορούσαν να συντονιστούν ακόμη και με πολιτικές ή και ευρύτερα πολιτισμικές κοσμοαντιλήψεις της Ελλάδας που επιθυμούμε.
Εδώ και δύο δεκαετίες περίπου η ελληνική αρχιτεκτονική συντονίστηκε πλέον με το συνταγολόγιο ενός «γενικού μοντερνισμού» που τα τελευταία μάλιστα χρόνια έχει ενταθεί ακόμη περισσότερο, καθώς τείνει να ταυτίζεται με μια αντίληψη λάιφσταϊλ ή και ρηχού κοσμοπολιτισμού, για να μας κάνει διεθνώς αναγνωρίσιμους. Σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται μάλλον για έναν πλαδαρό μοντερνισμό μανιέρας, που σε ό,τι αφορά μάλιστα την Αθήνα δείχνει να εναρμονίζεται με το γενικότερο ύφος της πόλης των χλομών κύβων και της γεωμετρίας του τσιμέντου. Αλλωστε, η ελληνική οικοδομική βιομηχανία και η οικονομία γενικότερα δεν επιτρέπουν φορμαλιστικές υπερβάσεις που ζηλεύουμε αλλού και συχνά προβάλλουμε σε γυαλιστερές εκδόσεις.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.