Η πληθωρική τον τελευταίο καιρό εμφάνιση, σε περιοδικά (έντυπα και ηλεκτρονικά) και σε βιβλία, μεταφράσεων ξένων ποιημάτων, αλλά και οι σχετικές συζητήσεις που προκλήθηκαν με αφορμή την πρόσφατη καθιέρωση Παγκόσμιας Ημέρας Μετάφρασης (20 Σεπτεμβρίου) μάς δίνουν την ευκαιρία να πούμε λίγα λόγια για το σημερινό καθεστώς στον τόπο μας της τέχνης της ποιητικής μετάφρασης, η οποία βρίσκεται στην κορυφή των αναβαθμών της μεταφραστικής πράξης.
Βρίσκεται στην κορυφή της κλίμακας ο ποιητικός αναβαθμός γιατί διαφορετικά από τις άλλες μορφές της μετάφρασης, που απαιτούν τη μεταφορά μόνο του νοήματος των λέξεων του πρωτοτύπου, που είναι νόημα διανοητικό, το νόημα των λέξεων ενός ποιήματος είναι νόημα συγκινησιακό: αποτελείται από την αρμονική συγχώνευση της διανοητικής τους έννοιας με τον ήχο τους − σ’ αυτό βρίσκεται η ποιητικότητα ενός ποιήματος. Ο μεταφραστής, δηλαδή, για να είναι − όπως οφείλει − ποιητικά πιστός, πρέπει να αναπλάσει αναλογικά την αρμονία του κράματος του πρωτοτύπου με τους ήχους της δικής του γλώσσας, που είναι διαφορετικοί, με τρόπο ώστε η μετάφρασή του να ακούγεται σαν το μετάφρασμα να είχε πρωτογραφεί στη γλώσσα του. Με λίγα λόγια, πρέπει να μεταφράσει την ποίηση: να αναδημιουργήσει, με τους όρους της δικής του γλώσσας, ένα ποίημα αντίστοιχο με το πρωτότυπο ποίημα. Για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να πάρει εκείνες τις πρωτοβουλίες που διαμορφώνουν τις μεταφράσεις τις οποίες οι μη επαρκείς αναγνώστες της ποίησης χαρακτηρίζουν «ωραίες άπιστες». Γιατί, όπως γράφει ο Παλαμάς, «οι άπιστοι αυτοί μεταφραστές είναι από μιαν άλλη άποψη [την ποιητική] και οι πιστότεροι».
Εν ολίγοις: ο μεταφραστής, αν είναι μεταφραστής της ποίησης ενός ποιήματος και όχι μόνο των σημαινομένων των λέξεών του, είναι ποιητής, αδιάφορο αν γράφει ή δεν γράφει πρωτότυπα ποιήματα. Και τούτο γιατί, επειδή βασική προϋπόθεση της ποιητικής μετάφρασης είναι η συγγένεια της ευαισθησίας του με την ευαισθησία του ποιητή, η ανάγνωση του ξένου ποιήματος είναι γι’ αυτόν εμπειρία ζωής (διαφορετικά δεν θα ένιωθε την ανάγκη να το ξαναγράψει στη δική του γλώσσα): είναι βιωματικό υλικό ισότιμο με εκείνο από το οποίο αντλεί ένας ποιητής για να συνθέσει τα ποιήματά του. Το οποίο σημαίνει ότι η μετάφραση ενός ποιήματος αρχίζει από την πράξη της επιλογής του.
Χρειάζεται να τα υπενθυμίσει κανείς αυτά. Διότι στον τόπο μας, όπου τα τελευταία εβδομήντα χρόνια (από την επικράτηση του ελεύθερου στίχου) η ποιότητα της ποιητικής μετάφρασης βρίσκεται σε εμφανή πτώση, τα έχουμε οι περισσότεροι ξεχάσει και αντιμετωπίζουμε τη μετάφραση της ποίησης ως δευτερεύουσα ποιητική δραστηριότητα, παραμελώντας τη μελέτη της σπουδαίας, ως τα μέσα του περασμένου αιώνα, μεταφραστικής μας παράδοσης, σαν αυτή να ήταν εκείνο που θεωρείται έκτοτε, δηλαδή ο φτωχός συγγενής της μεγάλης ποιητικής μας κληρονομιάς. Λίγοι είναι εκείνοι που έχουν την επίγνωση ότι η ιστορία της νεοελληνικής ποιητικής μετάφρασης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης: ότι αρκετά από τα καλύτερα νεοελληνικά ποιήματα είναι μεταφράσεις· και ότι πολλές μεταφράσεις είναι από τα καλύτερα νεοελληνικά ποιήματα.
Ηταν η πλήρης κυριαρχία του ελεύθερου στίχου εκείνο που επέφερε μιαν αλλοίωση της μεταφραστικής συνείδησης οδηγώντας τις μεταφράσεις ποιημάτων του ελεύθερου στίχου σε μιαν αφόρητη πιστότητα προς το γράμμα του πρωτοτύπου, δηλαδή προς την πεζολογία – σε μια πιστότητα επιφανείας, διαφορετική από εκείνη των προηγούμενων εποχών, που ήταν πιστότητα βάθους. Αιτία ήταν η ψευδαίσθηση ότι τα ποιήματα του ελεύθερου στίχου, επειδή είναι απαλλαγμένα από τα καθιερωμένα μέτρα, μεταφράζονται πιο εύκολα απ’ ό,τι τα έμμετρα. Συμβαίνει, βέβαια, το αντίθετο. Η μετάφραση του ελεύθερου στίχου είναι δυσκολότερη, γιατί η ρυθμική, η «μετρική» του τάξη, είναι εσωτερικότερη και, ως εκ τούτου, δυσδιάκριτη (αν όχι μη ορατή) για τους νεότερους μεταφραστές που -διαφορετικά από εκείνους των δύο πρώτων μοντερνιστικών γενεών – έχουν, οι πλείστοι, κόψει τους διαύλους επικοινωνίας με την έμμετρη παράδοση (από την οποία θα μπορούσαν να διδαχτούν πολλά) θεωρώντας την, κοντοφθάλμως, πεπαλαιωμένη.
Ετσι βλέπουμε μια πλημμυρίδα ποιητικών μεταφράσεων σε όλα τα μέσα λογοτεχνικής επικοινωνίας, που, καθώς δεν διαθέτουν ίχνος ποιητικότητας, αναρωτιέται κανείς ποια ήταν η ανάγκη να δημοσιευτούν. Ακόμη και έμμετρα ποιήματα, όχι μόνο παλαιότερων εποχών (σονέτα, μπαλάντες, ωδές κ.λπ.) αλλά και σημερινά, μεταφράζονται σε ελεύθερο, υποτιθέμενο, στίχο, διαμορφώνοντας γενικά μιαν αρνητική άποψη για το αξιολογικό status της ποιητικής μας μετάφρασης, άποψη που δεν κατορθώνουν να υπονομεύσουν οι ελάχιστες περιπτώσεις νεότερων ποιητών που γνωρίζουν τη μεταφραστική τέχνη.
Η λογοτεχνική μετάφραση είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας λογοτεχνικής γνώσης και δημιουργίας. Επιτρέπει στη λογοτεχνία του πρωτοτύπου να γίνει γνωστή (διαμεσολαβημένη, βέβαια, από τη γλώσσα του μεταφραστή) και σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα του ξένου έργου. Συγχρόνως τα μεταφραζόμενα έργα πλουτίζουν τη λογοτεχνία της γλώσσας στην οποία έχουν μεταφραστεί, την ενισχύουν με νέο καλλιτεχνικό αίμα, συντελούν στη δημιουργία νέων λογοτεχνικών ζυμώσεων. Στην πραγματικότητα τα κείμενα των ποιητικών μεταφράσεων δεν ανήκουν στη λογοτεχνία της γλώσσας από την οποία μεταφράστηκαν αλλά στη λογοτεχνία της γλώσσας του μεταφραστή. Γι’ αυτό μια Ιστορία της λογοτεχνίας που δεν περιλαμβάνει και τις μεταφράσεις είναι ελλιπής Ιστορία. Οπως λειψή είναι και μια ποιητική Ανθολογία χωρίς αυτές.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.