Ολες οι κοινωνίες έχουν τους δικούς τους τρόπους για να κατανοούν την πραγματικότητα, την ασθένεια ειδικότερα, τρόπους που συνυπάρχουν, αν και συχνά είναι αντιτιθέμενοι μεταξύ τους. Δεν παύουν ωστόσο να συνιστούν θεμελιώδεις μηχανισμούς για την αντιμετώπιση της ασθένειας, στην περίπτωσή μας, και την επιβίωση των πληθυσμών. Η μαγεία, η θρησκεία, η «επιστήμη», όλες αποτελούν μηχανισμούς που συμβιώνουν. Στην ουσία πρόκειται για σύνολο κανόνων που επιδιώκουν να διαμορφώσουν το ορθό και το εσφαλμένο, συχνά δε μέσα από το σύνολο αυτό συγκροτείται και ένα σχήμα εξουσίας για τον έλεγχο των πληθυσμών. Πέρα όμως από αυτό έχει ενδιαφέρον να αναζητήσουμε πώς κοινωνίες που δεν διαθέτουν τη γνώση που έχουμε σήμερα για τα αίτια της ασθένειας, επιδιώκουν να την αντιμετωπίσουν, πολύ περισσότερο να οργανώσουν τους πληθυσμούς τους ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ανθρώπινο κόστος.
Η πανούκλα υπήρξε μία τρομακτική και θανατηφόρα ασθένεια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Η δεύτερη πανδημία της κάλυψε την περίοδο από τον 14ο μέχρι τις απαρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ζωονόσο που προσβάλλει τους ανθρώπινους πληθυσμούς μέσω ενός μηχανισμού ιδιαιτέρως πολύπλοκου ο οποίος έγινε κατανοητός μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ ο βάκιλός της εντοπίστηκε στα τέλη του 19ου.
Απέναντι στην επιδημία αυτή οι άνθρωποι προσπαθούν να καθορίσουν τι στάση πρέπει να κρατήσουν. Φυγή ή παραμονή; Καθώς δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι αντιμετώπισης, αυτό είναι το δίλημμα που τίθεται με την εκδήλωση των πρώτων κρουσμάτων. Για ορισμένους φυσικά δεν τίθεται ζήτημα: Χριστιανοί και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Αρμένιοι από τη στιγμή που ανήκουν στους φτωχούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα διστάσουν μπροστά στην επιλογή της φυγής ή της παραμονής. Εξάλλου, τίποτε δεν βεβαιώνει ότι η παραμονή θα οδηγήσει στον θάνατο, αλλά και ότι η φυγή θα δώσει τη σωτηρία.
Η συνηθέστερη πάντως παρατήρηση σχετικά με τη συμπεριφορά των πληθυσμών συνδέεται με τη διάκριση μεταξύ των Μουσουλμάνων, οι οποίοι εμποτισμένοι από τη μοιρολατρία που τους επιβάλλει το Κοράνι παραμένουν στους τόπους τους, και των υπολοίπων θρησκευτικών ομάδων που αντιμετωπίζουν με ενεργητικότητα την πανδημία φεύγοντας και μόνο στο άκουσμά της. Το στερεότυπο αυτό που έχει επικρατήσει στη φιλολογία δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Οπως ανάμεσα στους Χριστιανούς υπάρχουν ομάδες που ακόμη και αν θέλουν να φύγουν, δεν μπορούν, γιατί δεν έχουν τους πόρους, έτσι και ανάμεσα στους εύπορους Μουσουλμάνους πολλοί αγνοούν το Κοράνι και με ποικίλα προσχήματα απομακρύνονται από την πόλη, όταν η πανούκλα πλησιάζει.
Αλλά και αντιστρόφως, η ορθοδοξία τον 15ο αιώνα μέσω δύο σημαντικών θεολόγων, του Γενναδίου, πρώτου Πατριάρχη μετά την Αλωση και του Θεοφάνη Μηδείας, προτείνει μία συγκεκριμένη στάση που δεν είναι άλλη από «Μη φυγείν εν ερήμοις τόποις μηδέ επιζητείν ανέμους, αλλά καταφυγείν επί Κύριον τον δυνάμενον σώζειν τους επ’ αυτόν καταφεύγοντες». Η λογική πίσω από την αντίληψη αυτή είναι απλή, όσο και τρομερά πρωτότυπη. Πρώτα απ’ όλα, η ασθένεια έρχεται από τον Θεό για να δοκιμάσει τον άνθρωπο. Ο θάνατος δεν είναι απαραιτήτως εξαρτημένος από την ασθένεια. Κάποιος μπορεί να ασθενήσει και να πεθάνει ή να σωθεί. Τίποτε δεν είναι προβλέψιμο και τούτο γιατί σύμφωνα με τον Μεγάλο Βασίλειο «θανάτους επάγεσθαι τοις ανθρώποις των όρων της ζωής πληρωθέντων ους περί έκαστον έπηξεν η δικαία του Θεού κρίσις, πόρρωθεν το περί έκαστον συμφέρον προβλεπομένου». Επομένως, ο θάνατος και η ασθένεια είναι δύο διακριτές διαδικασίες και η φυγή μπροστά στην επιδημία στερείται νοήματος.
Θα πρέπει πάντως να λάβουμε υπόψη ότι τόσο στο Κοράνι όσο και στη λογική των ορθόδοξων θεολόγων η παραμονή σε έναν τόπο έχει μία σημασία ιδιαίτερη, καθώς θέλει να διαφυλάξει τους πιστούς ως σύνολο από τις συνέπειες της επιδημίας. Η φυγή δεν μπορεί να έχει άλλη συνέπεια από τη διάδοση της νόσου τη στιγμή που είναι μάταιη η προσπάθεια. Επομένως, απειλεί το κοινωνικό σύνολο και αυτό θα πρέπει να προστατευτεί. Ολη η επιχειρηματολογία προς τα εκεί τείνει.
Δεν νομίζω ότι είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της σκέψης των ορθόδοξων θεολόγων στο θέμα αυτό. Ωστόσο, σε μεταγενέστερες εποχές, στις απαρχές του 17ου αιώνα, ένας ιερέας των Σερρών που μας έχει αφήσει το καταπληκτικό Χρονικό του υποστηρίζει τα ακριβώς αντίθετα. Οταν, δηλαδή, ένας τόπος προσβληθεί από πανούκλα, που είναι «οργή Θεού», τότε θα πρέπει να πάρεις την οικογένειά σου και να φύγεις μακριά «διότι και το φευγίο είναι μία μεγάλη μετάνοια προς τον Θεόν και δείχνεις σχήμα το πώς τον φοβάσαι και τον τρέμεις… Διότι όταν στέκεσαι και δεν φεύγεις, δείχνει σχήμα προς τον Θεόν ότι δεν τον έπταισες και δεν τον φοβάσαι».
Διαφορετικές προσωπικές επιλογές, διαφορετικές αναγνώσεις της φύσης αλλά και των θεϊκών εντολών, οδηγούν τελικά σε ποικιλία αντιδράσεων απέναντι στην επιδημία. Ολες τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ορθολογικές, ακόμη και όταν βρίσκονται υπό τη σκέπη της Θείας Πρόνοιας, καθώς επιδιώκουν να πετύχουν έναν θεμελιώδη στόχο, την επιβίωση του ανθρώπου, την επιβίωση της κοινότητας, με βάση τα διανοητικά εργαλεία που διαθέτουν. Με διαφορετικούς τρόπους, αλλά ο στόχος παραμένει σαφής.
Κατά τον ίδιο τρόπο και σήμερα, η άποψη ότι όσοι ανήκουν στο αντιεμβολιαστικό κίνημα κινούνται στο πλαίσιο του ανορθολογισμού είναι μάλλον ατυχής. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι με βάση τα διανοητικά εργαλεία που διαθέτουν, και τα οποία είναι διαφορετικά από τα δικά μας, επιδιώκουν να πετύχουν στόχους που συχνά επίσης είναι διαφορετικοί από αυτούς που έχουμε εμείς. Και τούτο το λέω όχι για να τους δικαιολογήσω ή να τους παροτρύνω, απλά και μόνο για να τους καταλάβω.
Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.