Η αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους (Αρχή της Ινδίκτου), την 1η Σεπτεμβρίου, βρίσκει την Ορθόδοξη Εκκλησία σε μία εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση, ενδεχομένως σε ένα αδιέξοδο.
Το γεγονός ότι αποτελείται από επιμέρους Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες αρρήκτως συνδέονται μεταξύ τους με τους δεσμούς της ενότητας στην πίστη και την κανονική τάξη, υπό τη συντονιστική προεδρία του πρώτου κατά τάξη Πατριαρχείου, δυσχεραίνεται από την κατάδηλη και έμπρακτη πλέον αμφισβήτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη από την Εκκλησία της Ρωσίας.
Η αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2018, μετά από αίτημα της ουκρανικής κυβέρνησης και του κλήρου και λαού της ανεξάρτητης και κυρίαρχης αυτής χώρας, υπήρξε η θρυαλλίδα για να ξεσπάσει ανοικτά η από δεκαετιών σοβούσα κρίση. Το Πατριαρχείο Μόσχας αμφισβήτησε απροκάλυπτα το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγεί την αυτοκεφαλία και ισχυρίστηκε ότι η Ουκρανική Εκκλησία υπάγεται σε αυτό, διέκοψε μάλιστα το μνημόσυνο του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, δηλ. διέκοψε τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η εκκλησιαστική αυτή κρίση αποτέλεσε οιονεί το πρελούδιο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η οποία ερείδεται στην ίδια δικαιολογητική βάση ότι η περιοχή αυτή είναι αναπόσπαστο τμήμα της Ρωσίας. Αλλωστε, είχε ήδη στεφθεί με επιτυχία η απρόσκοπτη κατάληψη της Κριμαίας, που δεν διαφέρει πολύ από το «Anschluss» της Αυστρίας στη χιτλερική Γερμανία λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς, όπως και τότε, καμία αντίδραση από την «ωραία κοιμωμένη» Δύση, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η κρίση αυτή δεν άφησε αλώβητο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το οποίο ανοικτά βάλλεται από τη Ρωσική Εκκλησία με εισπηδήσεις στο «κανονικό» έδαφός του και τη δημιουργία εκκλησιαστικών οντοτήτων, που υπάγονται απευθείας στο Πατριαρχείο Μόσχας. Δύσκολα υποκρύπτεται, εν προκειμένω, και μία πράξη εκδικήσεως, διότι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας στήριξε ανοικτά τον Οικουμενικό Θρόνο και αναγνώρισε πρώτος την Αυτοκέφαλη Ουκρανική Εκκλησία.
Το Πατριαρχείο Αντιοχείας, με έδρα πλέον τη Δαμασκό στη Συρία, που από πολλού χρόνου είναι κατ’ όνομα μόνον «Ελληνορθόδοξο», είναι προφανώς υπό ρωσική επιρροή, πολλώ μάλλον ως ευρισκόμενο σε συριακό έδαφος.
Τέλος το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ελισσόμενο μεταξύ εμπολέμων μερών, ερωτοτροπεί μονίμως με τη Ρωσική Εκκλησία, καθώς μάλιστα η λειψανδρία που το μαστίζει επιτρέπει στο Πατριαρχείο Μόσχας να επανδρώνει τα πανάγια προσκυνήματα, αλλά και εξαρτήματά του στην έρημο.
Εάν αυτά συμβαίνουν με τα λεγόμενα «πρεσβυγενή Πατριαρχεία», τα οποία έχουν αναγνωριστεί από Οικουμενικές Συνόδους, ανάλογα κρατούν και στα νεότερα Πατριαρχεία της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, παρότι τα εδάφη τους έχουν αποσπαστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο τους έχει χορηγήσει και την Αυτοκεφαλία. Η μακρά υποτέλεια των χωρών αυτών στη Σοβιετική Ενωση και η επιρροή των Εκκλησιών τους από το Πατριαρχείο Μόσχας εξακολουθούν να επηρεάζουν τις σχέσεις τους με την ελληνόφωνη Ορθοδοξία, διατηρώντας ένα δυσκόλως αποκρυπτόμενο χάσμα… Παρόμοια κινούνται και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Πολωνίας και της Τσεχίας και Σλοβακίας.
Αλλά και η Εκκλησία της Γεωργίας, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε αυτοκέφαλη το 1990 και της απέδωσε και την Πατριαρχική Αξία, είναι εμπερίστατη, καθώς η Ρωσία συνεχίζει να διευρύνει τον παράνομο έλεγχό της στα κατεχόμενα ήδη εδάφη της Γεωργίας, στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία.
Απομένουν οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Κύπρου, της Ελλάδας και της Αλβανίας. Από αυτές μόνον η Εκκλησία της Ελλάδος, αν και μετά από μια περίοδο δισταγμών, αναγνώρισε την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας και δέχθηκε σε επίσημη επίσκεψη τον προκαθήμενό της, Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Επιφάνιο.
Ολως αντιθέτως ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αλβανίας Αναστάσιος έχει αρνηθεί να αναγνωρίσει την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας και επιμένει στερρώς στην άποψή του αυτή…
Πιο σύνθετα είναι τα πράγματα στην Εκκλησία της Κύπρου καθώς ο μεν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου έχει αναγνωρίσει την Αυτοκεφαλία της Ουκρανίας και μνημονεύει κανονικώς τον προκαθήμενό της, πολλοί όμως ιεράρχες της Κύπρου διαφωνούν και συνεχίζουν να έχουν σχέσεις με την προσκείμενη στο Πατριαρχείο Μόσχας ουκρανική εκκλησία…
Ηδη την κατάσταση περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο οι εξελίξεις στο θέμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Η εκκλησιαστική αυτή οντότητα έγινε, μετά από αίτημά της, δεκτή στην Ορθόδοξη Εκκλησία με το όνομα «Εκκλησία Αχρίδος» ήδη αρχές του παρελθόντος Μαΐου. Ο όρος αυτός έγινε δεκτός και επισφραγίσθηκε και με συλλείτουργο του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Στεφάνου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη την Πεντηκοστή (12.6) στο Φανάρι, παρουσία και του πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας. Λίγες ημέρες μετά εμφανίζεται αιφνιδίως το Πατριαρχείο της Σερβίας να χορηγεί «Τόμο Αυτοκεφαλίας»(!), με την επωνυμία «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Ι. Αρχιεπισκοπή Αχρίδος», την οποία ακολούθως (25.8) αναγνωρίζει και το Πατριαρχείο Μόσχας. Τούτο σημαίνει ότι ο Μόσχας αναγνωρίζει και τη δυνατότητα του Πατριαρχείου Σερβίας να εκδίδει τόμους αυτοκεφαλίας!
Συνελόντι ειπείν, ο γεωπολιτικός κυκλώνας που ενέσκηψε με την εισβολή της Ρωσίας στο έδαφος μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης χώρας, της Ουκρανίας, παρέσυρε στη δίνη του και την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της. Ο ασκός του Αιόλου έχει ανοίξει. Οποιαδήποτε πρόβλεψη για τις εξελίξεις θα ήταν παρακινδυνευμένη.
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.