Σε καιρούς έκτακτης ανάγκης οι πολιτικοί θεσπίζουν έκτακτα μέτρα για να απαλύνουν τις επιπτώσεις στους πολίτες της χώρας τους. Αλλά μόνο οι ικανότεροι θα το κάνουν σκεπτόμενοι το μέλλον συμβάλλοντας στη δημιουργία συνθηκών για μακροπρόθεσμη ευημερία. Οπως το έθεσε η αείμνηστη βασίλισσα Ελισάβετ Β΄: «Αυτό που κάνουν οι ηγέτες για τον σημερινό λαό τους είναι διακυβέρνηση και πολιτική. Αλλά αυτό που κάνουν για τον αυριανό λαό τους, αυτό είναι η πραγματική πολιτική δεινότητα».
Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πολλές κυβερνήσεις ενεργούν σαν να βρίσκονται οι ίδιες σε πόλεμο. Δεν λαμβάνουν όμως υπόψη την έμμεση συμβουλή της βασίλισσας, καθώς η εμμονή με το βραχυπρόθεσμο έχει γίνει συνήθεια στη λήψη οικονομικών αποφάσεων. Η στιγμή αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές του 2021, όταν οι περισσότερες κυβερνήσεις επικεντρώθηκαν στην οικοδόμηση ανθεκτικότητας και στη σταδιακή περικοπή της οικονομικής υποστήριξης που είχαν παράσχει κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η αποφυγή υπερβολικών πιέσεων στους κρατικούς προϋπολογισμούς είχε γίνει προτεραιότητα παράλληλα με μακροπρόθεσμες προκλήσεις όπως η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αλλά αυτό πλέον φαντάζει μια αιωνιότητα πριν.
Δεν έχουμε ξεχάσει την κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης πιθανότατα θα επιταχύνει την πράσινη μετάβαση στην ήπειρο, καθώς περισσότερες επενδύσεις διοχετεύονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι άδειες πράσινων ενεργειακών υποδομών γίνονται ευκολότερο να αποκτηθούν. Ωστόσο, οι ελλείψεις φυσικού αερίου ανάγκασαν ορισμένες χώρες να στραφούν στον άνθρακα καθυστερώντας τα σχέδιά τους για σταδιακή κατάργησή του. Εάν εφαρμοστούν σωστές πολιτικές, μια ταχύτερη πρόοδος στο μέλλον θα μπορούσε να αντισταθμίσει αυτή την οπισθοδρόμηση. Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τις κυβερνήσεις εκείνες που κάνουν ό,τι χρειάζεται για να προστατεύσουν τα νοικοκυριά υπό τις σημερινές συνθήκες.
Αυτό όμως που γίνεται δυσκολότερα κατανοητό είναι η απόφαση πολλών κυβερνήσεων να μειώσουν τους φόρους στην ενέργεια και στα καύσιμα. Η πλειοψηφία των μελών της G7 έχει κάνει αυτό το βήμα και παρόμοια μέτρα έχουν ληφθεί στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου τα νοικοκυριά έχουν πληγεί ακόμη περισσότερο από την αύξηση του κόστους θέρμανσης. Το πρόβλημα είναι ότι η επιδότηση των καυσίμων μειώνει το κίνητρο για εξοικονόμηση ενέργειας. Είναι επίσης πολύ πιο επαχθής για τους δημόσιους προϋπολογισμούς σε σύγκριση με τις μεταβιβάσεις που ελέγχονται βάσει του εισοδήματος για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Αλλά οι μαζικές επιδοτήσεις είναι απλούστερες στην εφαρμογή και πιο δημοφιλείς στους ψηφοφόρους.
Κατά παρόμοιο τρόπο, ενώ τα φτωχότερα νοικοκυριά είναι αυτά που χρειάζονται βοήθεια, οι κυβερνήσεις επιλέγουν παρεμβάσεις μεγαλύτερης κλίμακας που θα μπορούσαν να αποδώσουν στις εκλογές. Για παράδειγμα, η Πολωνία τον Ιούλιο εισήγαγε ένα γενικό μορατόριουμ εξυπηρέτησης του χρέους επιτρέποντας σε όλους τους Πολωνούς με υποθήκη που καλύπτει ακίνητα «ιδίας χρήσης» να αποφύγουν τις αποπληρωμές για οκτώ μήνες. Αυτός ο τύπος μορατόριουμ είναι εξαιρετικά στρεβλωτικός και έρχεται ως απάντηση σε μια άλλη στρέβλωση: Η υπερβολική ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα έχει διατηρήσει τα επιτόκια καταθέσεων πολύ χαμηλά δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι τράπεζες αυξάνουν άδικα τα επιτόκια των στεγαστικών και άλλων δανείων. Και ενώ βραχυπρόθεσμα το μορατόριουμ είναι ιδιαίτερα δαπανηρό για τον τραπεζικό τομέα, οι επιπτώσεις του θα γίνουν αισθητές ευρύτερα.
Κατ’ αρχάς, είναι μια άκρως οπισθοδρομική πολιτική που θα ωφελήσει δυσανάλογα τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες ακινήτων. Επιπλέον, μπορεί να περιορίσει την επίδραση που έχουν τα υψηλότερα επιτόκια στην οικονομική δραστηριότητα, αναγκάζοντας την κεντρική τράπεζα να τα αυξήσει ακόμη περισσότερο στο μέλλον για να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα, ενώ δημιουργεί τον κίνδυνο οι τράπεζες να αυξήσουν το κόστος των δανείων τους στην τιμή με την πιθανότητα μελλοντικών μορατόριουμ.
Ενα φθηνότερο και πιο λογικό μέτρο που εφάρμοσε η Πολωνία είναι το «Ταμείο Υποστήριξης Δανειοληπτών» για να στηρίξει όσους χάνουν τη δουλειά τους ή το κόστος των στεγαστικών τους δανείων υπερβαίνει το 50% του μηνιαίου εισοδήματός τους. Επεκτείνοντας την εφαρμογή του σε περισσότερα νοικοκυριά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να αποφύγουν πολλές από τις προαναφερθείσες στρεβλώσεις, ενώ παράλληλα προστατεύουν τους πιο ευάλωτους. Φυσικά, αυτή η προσέγγιση μπορεί να μην προσφέρει τόσο μεγάλη ώθηση στην κυβέρνηση για τις εκλογές.
Πλέον, η «νέα κανονικότητα» έχει συζητηθεί τόσο που ορισμένοι πολιτικοί έχουν ξεχάσει τα βασικά οικονομικά. Πιστεύουν ότι γίνεται να αυξάνουν τις δημόσιες δαπάνες χωρίς να προσδιορίζουν κάποιον τρόπο πληρωμής και χωρίς να ανησυχούν για τις αγορές, ότι τα χαμηλότερα επιτόκια θα φέρουν χαμηλότερο πληθωρισμό ή ότι οι έλεγχοι τιμών δεν οδηγούν σε ελλείψεις. Αργά ή γρήγορα, όμως, θα έρθει η ώρα του απολογισμού.
Η ειρωνεία είναι ότι η Ουκρανία συνέχισε να επικεντρώνεται στο μέλλον της. Εξυπηρετούσε το εξωτερικό της χρέος μέχρι πολύ πρόσφατα και στη συνέχεια ζήτησε αναδιάταξη για να αποφύγει τη χρεοκοπία και τις συνέπειες που θα συνεπαγόταν. Επίσης, ήδη ετοιμάζει σχέδια ανοικοδόμησης, παρόλο που κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώσει ο πόλεμος. Στην Ουκρανία γνωρίζουν την όψη μιας πραγματικής πολεμικής οικονομίας. Κρίμα για αυτούς που δεν βρίσκονται σε πόλεμο και όμως αγνοούν το μέλλον.
Η κυρία Μπεάτα Τζαβόρτσικ είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, καθηγήτρια Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.