Αφότου τα μέλη του Συντηρητικού Κόμματος εξέλεξαν την πρώην υπουργό Εξωτερικών Λιζ Τρας για να διαδεχθεί τον Μπόρις Τζόνσον, η Βρετανία απέκτησε τον τρίτο πρωθυπουργό της από τότε που οι ψηφοφόροι αποφάσισαν, τον Ιούνιο του 2016, να αποχωρήσουν από την ΕΕ. Η Τρας έχει μπροστά της μόλις δύο χρόνια και κάτι μήνες προτού πραγματοποιηθούν οι επόμενες γενικές εκλογές. Για να επιβιώσει, πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις, να ενώσει το βαθιά διχασμένο κόμμα της και να κερδίσει περισσότερους ψηφοφόρους. Με δεδομένο ότι ο προκάτοχός της εκδιώχθηκε δυόμισι χρόνια αφότου κέρδισε πλειοψηφία 80 εδρών, το έργο που την περιμένει δεν θα είναι εύκολο.
Προσπαθώντας να κερδίσει τα περίπου 180.000 μέλη του Συντηρητικού Κόμματος, η Τρας παρουσιάστηκε σαν σύγχρονη Μάργκαρετ Θάτσερ, υποστηρίζοντας χαμηλότερους φόρους για ιδιώτες και επιχειρήσεις και λιγότερους κανονισμούς – την κλασική κεντροδεξιά συνταγή για να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη. Αλλά αφού οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν πολύ περισσότερα επείγοντα ζητήματα, απομένει να δούμε αν μπορεί ή ακόμη και αν πρέπει να τηρήσει αυτές τις υποσχέσεις της.
Οπως πιστεύουν πολλοί πολιτικοί σχολιαστές, η επίδοση και το πολιτικό της μέλλον θα κριθούν σε εξαιρετικά βραχυχρόνια βάση. Ξεχάστε το συνηθισμένο περιθώριο των «πρώτων 100 ημερών». Αυτή η πρωθυπουργός πρέπει να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα αφήσει το στίγμα της μέσα στον πρώτο μήνα.
Η Τρας έχει υπηρετήσει σε διάφορα κυβερνητικά πόστα από το 2010 και ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει στην καριέρα της είναι η προσαρμοστικότητα. Αφού υποστήριξε το Remain στο δημοψήφισμα για το Brexit, άλλαξε πλευρά και κατάφερε να διατηρηθεί στα πόστα της σε δύο κυβερνήσεις έντονα υπέρ του Brexit, η πρώτη της Τερέζα Μέι και η δεύτερη του Τζόνσον.
Απέδειξε την προσαρμοστικότητά της ξανά στην εκστρατεία για την ηγεσία των Τόρις. Οταν τη ρωτούσαν πώς θα αντιμετωπίσει τις εφετινές κρίσεις, την ενεργειακή και του κόστους διαβίωσης, η Τρας άφηνε επανειλημμένως να εννοηθεί ότι δεν είναι υπέρ της ελεημοσύνης. Ωστόσο, στην τελευταία της συνέντευξη πριν από την εκλογή της, άφησε να εννοηθεί ότι θα έδινε μια συγκεκριμένη απάντηση εντός μίας εβδομάδας και οι φήμες λένε ότι σχεδιάζει να ανακοινώσει πάγωμα στις τιμές της ενέργειας. Η πολιτική αυτή όχι μόνο θα κοστίσει στο κράτος άλλα 100 δισ. στερλίνες (116 δισ. ευρώ) αλλά και είναι αυτό που ζητούσαν τα κυριότερα κόμματα της αντιπολίτευσης όλο το καλοκαίρι.
Το πάγωμα των τιμών της ενέργειας έρχεται σαφώς με μεγάλο δημοσιονομικό ρίσκο, ιδίως αν η Τρας σκοπεύει ακόμη να μειώσει τις εθνικές ασφαλιστικές εισφορές, να ματαιώσει τη σχεδιαζόμενη αύξηση στον φόρο επιχειρήσεων και να ενισχύσει τις αμυντικές δαπάνες για να φτάσουν στο 3% του ΑΕΠ. Πολιτικά, όμως, αυτό είναι το πιο σωστό αν θέλει να ξεκινήσει με το δεξί την πρωθυπουργία.
Η Τρας επέδειξε ευελιξία και όταν ρωτήθηκε, στην τελευταία συνέντευξη της προεκλογικής της εκστρατείας, για τα επιτόκια και την Τράπεζα της Αγγλίας (BOE). Αφού επέπληττε την BOE σε όλη την προεκλογική εκστρατεία και άφηνε να εννοηθεί ότι θα πίεζε για να αλλάξει η εντολή της, έδωσε μια πολύ πιο συμβατική απάντηση, λέγοντας ότι δεν είναι δουλειά της να σχολιάζει το σωστό ύψος των επιτοκίων (εφόσον αυτό είναι στη δικαιοδοσία της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας). Την παραμονή της νίκης της στην κούρσα για την ηγεσία του κόμματός της ακουγόταν πολύ περισσότερο σαν πρωθυπουργός.
Αν όμως η Τρας επιθυμεί να τη δουν οι ψηφοφόροι γενικότερα ως ικανή ηγέτιδα που αξίζει την επανεκλογή της στα τέλη του 2024 (ή νωρίτερα), πρέπει να κάνει περισσότερα από το να παραμείνει απλώς προσαρμοστική. Πρέπει να υιοθετήσει πολιτικές θέσεις που θα υποστηρίζονται από ορθολογική ανάλυση, και αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι απαιτεί να εγκαταλείψει το στενό προεκλογικό της πρόγραμμα για μείωση της φορολογίας και απορρύθμιση.
Επιπλέον, δεν μπορεί να εξασφαλίσει πλειοψηφία για το κόμμα της στις γενικές εκλογές χωρίς να κερδίσει μερικές έδρες στο αποκαλούμενο Κόκκινο Τείχος, δηλαδή τις περιφέρειες των Μίντλαντς και της Βόρειας Αγγλίας και Ουαλίας (που παραδοσιακά κλίνουν προς τους Εργατικούς). Οι ψηφοφόροι αυτοί έχουν πολύ διαφορετικές προτιμήσεις, για το ποια πολιτική επιθυμούν να ακολουθήσει η Τρας, από τη μικρή παρέα των αφοσιωμένων Τόρις που την εξέλεξαν επικεφαλής. Αναμφίβολα πολλοί θα επιθυμούσαν περισσότερους κανονισμούς και υψηλότερους φόρους για να βελτιωθούν οι κρατικές παροχές.
Αν ήμουν η Τρας, θα παρέμενα ανοιχτόμυαλη σε αυτά τα ζητήματα. Μπορεί να συνεχίσει να είναι υπέρ των χαμηλότερων φόρων και των λιγότερων κανονισμών, αλλά δεν πρέπει να αφήσει αυτές τις προτιμήσεις της να αποκλείσουν την αναγκαία δράση για πιο επείγοντα προβλήματα, όπως η κρίση του κόστους διαβίωσης. Αν είναι ειλικρινής γι’ αυτό, οι ψηφοφόροι των Τόρις θα καταλάβουν ότι την ανάγκασαν οι περιστάσεις.
Βεβαίως, αν η Τρας επιθυμεί να αντιμετωπίσει τις πιο πιεστικές ανάγκες της χώρας, αντί απλώς να «χαϊδεύει» τους ψηφοφόρους, θα επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στο να ενισχύσει την παραγωγικότητα, ιδίως στις πολλές περιοχές όπου είναι μονίμως αδύναμη. Αν το καταφέρει αυτό, θα μπορούσε τελικά να παραμείνει πρωθυπουργός για περισσότερο χρόνο ακόμη και από τη Θάτσερ ή τον Τόνι Μπλερ.
Ισως όλα αυτά να είναι ευσεβείς πόθοι. Αλλά, αφού μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της, υπάρχει ακόμη ελπίδα. Στον σημερινό όλο και πιο αβέβαιο κόσμο, η ευελιξία που έχει επιδείξει η Τρας απέναντι στις μεγάλες οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται η χώρα.
Ο κ. Τζιμ Ο’Νιλ είναι πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management και πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, μέλος της Πανευρωπαϊκής Επιτροπής για την Υγεία και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.