Από τη μια πλευρά είναι ο Τραμπ με τα εναλλακτικά γεγονότα του. Από την άλλη, τα σοβαρά μέσα ενημέρωσης που παλεύουν να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους στον νέο ψηφιακό κόσμο. Η μάχη έχει μεγάλο ενδιαφέρον και βοηθά να επαναπροσδιορίσουν δημοσιογράφοι, πολιτικοί και πολίτες τι σημαίνει πραγματική ενημέρωση.
Ο όγκος των ειδήσεων στην ψηφιακή εποχή
Ο Αλαν Μίλερ είναι ένας βραβευμένος με Πούλιτζερ αμερικανός δημοσιογράφος, ο οποίος έχει αφιερώσει εδώ και δέκα χρόνια τη δραστηριότητά του στην εκπαίδευση των μαθητών κατά των fake news και της παραπληροφόρησης, μέσω του News Literacy Project. «Το σημερινό τοπίο της ενημέρωσης παρουσιάζει περισσότερες προκλήσεις σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη εποχή στην ανθρώπινη ιστορία» παρατηρεί. «Η ποσότητα της πληροφορίας στον πλανήτη διπλασιάζεται κάθε δύο χρόνια. Τεράστιος όγκος ειδήσεων, φωτογραφιών και βίντεο δημιουργούνται συνεχώς και κάθε λεπτό διακινούνται 18 εκατομμύρια μηνύματα, παρακολουθούνται 4,3 εκατομμύρια βίντεο στο You Tube, φορτώνονται 375.000 εφαρμογές (apps). Για όλα όσα κυκλοφορούν δεν υπάρχει κανένας φραγμός για να περιορίσει όσους προσπαθούν να παραπληροφορήσουν, να εξαπατήσουν και να εκμεταλλευτούν» προσθέτει.
Ο Σαλ Ρίζο, της «Washington Post», είναι ένας από τους τρεις δημοσιογράφους του δημοφιλούς «The Fact Checker». Η στήλη τσεκάρει τους ισχυρισμούς πολιτικών όλων των κομμάτων αλλά εκ των πραγμάτων ασχολείται κυρίως με τον Τραμπ, για τον οποίο κατέγραψε ότι από την αρχή της θητείας του έκανε περισσότερους από 5.000 ψευδείς ή αστήρικτους ισχυρισμούς. Πώς διαχειρίζονται την κατηγορία ότι ασκώντας κριτική στον πρόεδρο των ΗΠΑ μετατρέπονται σε «εχθρούς του λαού»; «Μα, ο πρόεδρος είναι ο πρόεδρος, και έχει μεγαλύτερη ευθύνη να μην παραπλανά τους πολίτες» απαντά.
O Τζον Γκρίνμπεργκ είναι ερευνητής δημοσιογράφος του PolitiFact, ενός φορέα αναφοράς για την αξιοπιστία των πολιτικών επιχειρημάτων που ανταλλάσσονται στην Αμερική. «Ο Τραμπ δεν νοιάζεται για την ακρίβεια αυτών που λέει γιατί πιστεύει ότι εκφράζει μια ευρύτερη αλήθεια. Και όταν αποκαλύπτουμε τις ανακρίβειές του, δεχόμαστε αυστηρή κριτική ότι ακολουθούμε τη γραμμή των αντιπάλων του». Για να μπορέσει ένας δημοσιογράφος να αντέξει αυτή την πίεση, επισημαίνει, δεν μπορεί να κυνηγά το καθημερινό ρεπορτάζ, χρειάζεται χρόνο για να ερευνήσει τα γεγονότα και να μιλήσει με ειδικούς. «Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι όταν μεταδώσουν αναλήθειες υφίστανται τις συνέπειες» υπενθυμίζει, κάτι που δεν συμβαίνει με τους πολιτικούς ούτε, βεβαίως, με τα τρολ.
Μετά τις προεδρικές εκλογές του 2016 και τις αποκαλύψεις για τη ρωσική ανάμειξη σε αυτές, οι στήλες, οι οργανισμοί, οι φορείς fact -checking (ελέγχου των γεγονότων) στην Αμερική γνωρίζουν μεγάλη άνθηση. Αρκετοί από τους (πολιτικά) ανεξάρτητους φορείς χρηματοδοτούνται από το Facebook, το οποίο δέχθηκε μεγάλα πλήγματα με το σκάνδαλο της Cambridge Analytica και το χακάρισμα 50 εκατομμυρίων λογαριασμών, και προσπαθεί να ελέγξει τη ζημιά. Η απάντηση του Τραμπ στα ΜΜΕ είναι… τραμπική: «Αν με ρίξετε θα κλαίτε γιατί δεν θα έχετε τι να γράψετε».
Οι αμερικανοί δημοσιογράφοι μιλούν ανοιχτά για τα προβλήματά τους. Για την πεποίθηση των πολιτών ότι τα παραδοσιακά μέσα είναι αναξιόπιστα ή διαπλεκόμενα· για την τάση του κοινού να πιστεύει μόνο ό,τι βρίσκεται πιο κοντά στις δικές του πεποιθήσεις· για το πώς οι τεχνολογικές εταιρείες αλλάζουν το περιβάλλον της ενημέρωσης· για τον πόλεμο που δέχονται από τους «τραμπιστές» με συνεχείς και αυξανόμενες παρενοχλήσεις μέσα από τα social media – τα μηνύματα μίσους ή οι απόπειρες εξευτελισμού της υπόστασης των ενοχλητικών δημοσιογράφων έχουν γίνει μόδα παντού, εσχάτως στην Αμερική δημοσιογράφοι αναγκάζονται να καλύπτουν συνοδεία σωματοφυλάκων διαδηλώσεις ή εκδηλώσεις όπου υπάρχουν συγκρούσεις.
Οταν η δημοσιογραφία «επενδύει» στην ποιότητα
Ανησυχούν για το γεγονός ότι μια ψεύτικη ιστορία έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει viral, ότι φθάνει σε 1.500 χρήστες έξι φορές πιο γρήγορα από μια αληθινή και ότι από όλες τις ψευδείς ειδήσεις αυτές που αφορούν την πολιτική έχουν την καλύτερη ψηφιακή επίδοση· για τη διαπίστωση ότι ενώ ο αριθμός των παραπλανητικών πληροφοριών μεγαλώνει, ο αριθμός των επαγγελματιών δημοσιογράφων μειώνεται, κάτι που κατά τον Αλαν Μίλερ αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας, ισοδύναμη με την κρίση στη δημόσια υγεία· για την παγίδα του αλγορίθμου που δημιουργεί ψεύτικες αλλά ρεαλιστικές φωτογραφίες πολιτικών ή διάσημων προσώπων των οποίων η πλαστότητα δύσκολα ανιχνεύεται και για τα deep fake videos, όπου εμφανίζεται ένα πρόσωπο, χαρακτηριστικό παράδειγμα το βίντεο με τον Μπαράκ Ομπάμα να μιλά για τα fake news, να λέει πράγματα που ποτέ δεν έχει πει στην πραγματικότητα. Ενδιαφέρονται να αποτρέψουν τον κυνισμό των πολιτών που δεν πιστεύουν πια τίποτε και κανέναν.
Τα μέσα ενημέρωσης, τουλάχιστον τα μεγάλα, που θέλουν να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους, αποφάσισαν να αντεπιτεθούν με ακόμη καλύτερη και πιο ποιοτική δημοσιογραφία. Δίνουν βάρος στην ερευνητική δημοσιογραφία, προσπαθούν να υπάρχει διαφάνεια στις δικές τους πηγές και όταν αυτές δεν μπορούν να κατονομαστούν, εξηγούν στους αναγνώστες τους λόγους, αναμόρφωσαν την ειδησεογραφία στις ιστοσελίδες τους, παραθέτουν τους συνδέσμους που τεκμηριώνουν την ανάλυσή τους. Διαχωρίζουν όσο πιο ορατά και κατανοητά γίνεται τα άρθρα γνώμης από τα ρεπορτάζ γεγονότων, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι οι πολίτες, ειδικά οι νεότερες γενιές, αδυνατούν να διαχωρίσουν τη γνώμη από το γεγονός και τείνουν να θεωρούν γεγονότα τα πάντα. Και αντιστέκονται σθεναρά στις φωνές για περιορισμό της πληροφόρησης – με αφορμή δήθεν τα social media – που ακούγονται από υποστηρικτές του Τραμπ.
Το Bloomberg και ο «θόρυβος» του Διαδικτύου
Τα γραφεία του Bloomberg στη Νέα Υόρκη είναι σαν μια δημοσιογραφική Ντίσνεϊλαντ, τουλάχιστον για τους επισκέπτες δημοσιογράφους. Ενα εργασιακό περιβάλλον στο οποίο τέχνη, τεχνολογία και ενημέρωση ισορροπούν σε έναν συνδυασμό που δύσκολα μπορεί να αντιγραφεί. Η τεχνολογία είναι αιχμής, με καινοτομίες φτιαγμένες ειδικά για τις ανάγκες του ομίλου, των συνεργατών και των πελατών του από τους 5.000 τεχνικούς που απασχολούνται σε αυτόν.
Καινοτομίες που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη και πρόκειται κυρίως για «φίλτρα» που υποδέχονται τη ροή της ενημέρωσης και ξεσκαρτάρουν τις ειδήσεις από τον «θόρυβο» του Διαδικτύου, ώστε να δώσουν χρόνο στους δημοσιογράφους να ερευνήσουν περαιτέρω τα θέματα που κρίνουν σημαντικά.
Προκειμένου να λειτουργήσει σωστά ο συνδυασμός μηχανών και ανθρώπων χρειάστηκε να αναδιοργανώσουν το newsroom και να επανεκπαιδεύσουν τους δημοσιογράφους, διότι η προθεσμία για μια είδηση είναι το επόμενο λεπτό και χρειάζεται σωστή και ακριβής αξιολόγησή της, εξακρίβωση της πηγής της, επαλήθευση φωτογραφιών ή βίντεο που τη συνοδεύουν.
Στο Bloomberg δεν δημοσιεύουν φήμες, επιδιώκουν να είναι πρώτοι, να είναι ακριβείς και να προσφέρουν την καλύτερη ενημέρωση, όχι μόνο στις αποκλειστικές ειδήσεις αλλά και στις μικρές.
Ο τρόπος δουλειάς τους έχει καταγραφεί στο βιβλίο «The Bloomberg Way» και οι βασικές συμβουλές προς τους δημοσιογράφους είναι οι ακόλουθες: Ερευνήστε εξονυχιστικά τα θέματά σας ώστε να μην είναι μηνύσιμα, να είναι ακριβή, δίκαια, και να έχουν στον πυρήνα τους το δημόσιο συμφέρον. Προσέξτε την έκθεσή σας στα social media, όπου ό,τι καταγράφεται μένει για πάντα και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία σας. Μην μπλέκεστε ποτέ σε αντιπαραθέσεις με την κυβέρνηση και με τους αναγνώστες, απαντήστε τους μέσα από τη δουλειά σας.
Η άποψη που κυριαρχεί στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης και στις Ενώσεις τους είναι ότι μετά την εποχή Τραμπ η δημοσιογραφία θα γνωρίσει νέα άνθηση και ότι η τάση που θα επικρατήσει είναι να πληρώνουν οι αναγνώστες για να έχουν αξιόπιστη ενημέρωση. Γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι νοιάζονται να προστατεύσουν και να εξελίξουν το προϊόν τους, ώστε να αντέξει στις προκλήσεις του μέλλοντος. Πόσο μακρινή συζήτηση για τον ελληνικό Τύπο, που αντί να περιφρουρήσει το κύρος του ρέπει στην οπαδική λογική, με δημοσιογράφους να στρέφονται κατά συναδέλφων τους επειδή το ρεπορτάζ ή η γνώμη τους δεν αρέσει στην κυβέρνηση!