Η απόρριψη της πρότασης/συμφωνίας των Τσίπρα – Ιερωνύμου από τους ιεράρχες και τους ιδεολογικούς τους συμμάχους δεν έγινε βέβαια για λόγους (στενά) οικονομικού συμφέροντος. Η συνέχιση του καθεστώτος μισθοδοσίας των κληρικών (του Αρχιεπισκόπου συμπεριλαμβανομένου) συντηρεί την οργανική σχέση των δύο συνόλων (η Εκκλησία μέρος του κράτους, οι ιερωμένοι δημόσιοι υπάλληλοι), ενώ η αντιπρόταση της ετήσιας αποζημίωσης, βαίνει περισσότερο, έστω και συμβολικά, προς την κατεύθυνση ενός κάποιου διαχωρισμού.
Να το πούμε διαφορετικά: ανεξάρτητα από τις προθέσεις της κυβέρνησης που ήθελε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο – όπως επίσης και την προεκλογική απελευθέρωση θέσεων στο Δημόσιο – η ερασιτεχνικού χαρακτήρα πρότασή της υπαινίσσεται ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά σε μια αποδόμηση της διπλής ταυτότητας του έθνους-κράτους (λαϊκό και θεοκρατικό μαζί). Ας πούμε ότι ήταν μια πονηριά για τη σταδιακή διολίσθηση προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού, χωρίς συνταγματική αναθεώρηση και χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό κόστος. Για την οποία συνταγματική αναθεώρηση θα αρκούσαν βέβαια η κατάργηση του ασυνάρτητου άρθρου 3 (η επικρατούσα θρησκεία…) και η απαλειφή του προοιμίου (εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος) που ακυρώνει όλα τα υπόλοιπα (τα περί ισονομίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων). Επ’ αυτού όμως δεν υπάρχει κοινωνική και κοινοβουλευτική πλειοψηφία – δεν υπήρξε άλλωστε ούτε το 2001 ούτε το 2008 – και έτσι τα εκσυγχρονιστικά αιτήματα παραμένουν μειοψηφικά, παρά τις κατά καιρούς άτολμες απόπειρες και τις αριστερές ανέξοδες κορόνες. Να σημειώσουμε για την ιστορία ότι ο διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας στη Γαλλία ολοκληρώθηκε με νόμο το 1905, ενώ είχε ήδη προηγηθεί (1882) η πλήρης απεξάρτηση της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική ηθική και η καθιέρωση της αστικής αγωγής (instruction civique).
Από την άλλη μεριά, η επίκληση της στενότητας πόρων από την πλευρά της Εκκλησίας για την κάλυψη των εξόδων μισθοδοσίας του κλήρου είναι προσχηματική. Θα αρκούσε για αυτό η αξιοποίηση των τεράστιων (δυνητικά) προσόδων από την εκκλησιαστική περιουσία, της οποίας την «αξιοποίηση» έχει αναλάβει από το 2014 η σχετική ΑΕ, τις μετοχές της οποίας κατέχουν εξ ημισείας η Εκκλησία και το ελληνικό κράτος. Χωρίς όμως μέχρι τώρα αποτελέσματα, πράγμα που εν μέρει οφείλεται στην πολυπλοκότητα των θεσμικών ρυθμίσεων που διέπουν τα εκκλησιαστικά ακίνητα καθώς και στο πλήθος των νομικών προσώπων (πάνω από 10.000) που τα διαχειρίζονται. Μεταξύ των ακινήτων αυτών υπάρχουν πολλά προνομιούχα, όπως το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης – για το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος μετέβη έως και στο Κατάρ για σύναψη επενδυτικής συμφωνίας -, κτίρια γραφείων και κατοικιών, εμπορικά καταστήματα, ξενοδοχεία, ολόκληρα νησιά και φυσικά εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα με δασικές, χορτολιβαδικές και παράκτιες τουριστικές εκτάσεις.
Στις «ιερές» εισροές θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα έσοδα από τυχερά παιχνίδια του ΟΠΑΠ, μερίσματα και μετοχές, ενοίκια, οι εκπτώσεις από τον ΕΝΦΙΑ και βεβαίως τα κονδύλια του ΕΣΠΑ μέσω ειδικής διαχειριστικής αρχής (ΣΥΜΕΑΝ ΑΕ), τα οποία για την περίοδο 2007-2013 υπολογίστηκαν σε 500 εκατ. ευρώ. Πολλά από αυτά δαπανήθηκαν για την ανέγερση συνεδριακών χώρων, κέντρων προβολής, ψηφιακών υποδομών, ξενώνων για φιλοξενία υψηλών προσώπων κ.ά. – έργα προφανώς άσχετα με την κατά συνθήκη αποστολή της Ιεράς Συνόδου, των ενοριών, των μονών, των μετοχίων, των κληροδοτημάτων, των νεοφυών ΜΚΟ κ.τ.λ. που θα έπρεπε να είναι κύρια η φιλανθρωπική αρωγή και βοήθεια και η συντήρηση των βυζαντινών και νεότερων μνημείων και γενικότερα της εκκλησιαστικής πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία καταρρέει και απαξιώνεται.
Η επαναφορά του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας και η σύνδεσή του με τις απολαβές των ιερέων, η δημιουργία ενός ακόμα Ταμείου (ΤΑΕΠ) και η «έντιμη» συμφωνία την οποία επικαλείται η κυβέρνηση αποτελούν στοιχεία επικοινωνιακής πολιτικής που παραπέμπουν σε λύσεις βασιζόμενες στη δύναμη των θαυμάτων, ακόμα κι αν είναι «θαύματα της βούλησης» σύμφωνα με τη διατύπωση του Πρωθυπουργού. Με δεδομένη όμως την αμηχανία της αντιπολίτευσης, θα επιστρατεύεται πάντα κάποιος Φίλης για να βγάλει τα ιδεολογικά κάστανα από τη φωτιά. Το ερώτημα είναι έως πότε.
Ο κ. Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι τέως υφυπουργός.