Το κοινωνικό συμβόλαιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν τα κράτη και οι δημόσιες διοικήσεις είχε πάντα στον πυρήνα του την προάσπιση της ασφάλειας και την ενδυνάμωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών με την ευρεία έννοια του όρου: ασφάλεια από τις απειλές κατά της ζωής, ασφάλεια της τήρησης των κανόνων του παιχνιδιού για επαγγελματική και οικονομική ευημερία, ασφάλεια για την προσωπική ολοκλήρωση, ασφάλεια ως προς την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων κ.ά. Η φράση «αίσθημα ασφάλειας» υπονοεί μια σημαντική, υποκειμενική διάσταση: το κράτος εκτός από το να μπορεί πρέπει και να φαίνεται πως μπορεί.
Με άλλα λόγια, πρέπει να γίνεται αντιληπτό στο μυαλό των πολιτών ως ένας αξιόπιστος μηχανισμός προστασίας του δημόσiου συμφέροντος προκειμένου να συσσωρεύει εμπιστοσύνη. Το ελληνικό κράτος είναι, εδώ και δεκαετίες, δέσμιο των αρνητικών αντιλήψεων, γεγονός που δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό τις αντικειμενικές προσπάθειες βελτίωσής του και ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η νέα εποχή μπορεί να γεννήσει ευκαιρίες για να αλλάξουν οι αντιλήψεις και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη, παρότι η ταχύτητα που τη χαρακτηρίζει μπορεί να παρουσιάζει δυσκολίες προσαρμογής.
Η τεχνολογία κινείται με αστραπιαίους ρυθμούς, οι κρίσεις – περιβαλλοντικές, υγειονομικές, γεωπολιτικές, χρηματο-οικονομικές – κλιμακώνονται ταχύτατα και οι αντιλήψεις των ανθρώπων, ειδικά της Γενιάς Ζ ή και των νεότερων γενεών, μορφοποιούνται σε ένα φάσμα και με ρυθμούς που δεν μπορεί να παρακολουθήσει ένας παραδοσιακός κρατικός μηχανισμός. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το σύγχρονο κράτος πρέπει να επαναπροσδιορίσει τους τρόπους με τους οποίους εκπληρώνει τη βασική αποστολή του ως προς δύο ιδιότητες: (α) να αυξήσει την αντιληπτική του ικανότητα για να αναγνωρίζει το ίδιο γρήγορα τις αλλαγές που συντελούνται σε κάθε επίπεδο και (β) να βελτιώσει την προσαρμοστική του ικανότητα προκειμένου να ανταποκρίνεται στις αλλαγές και στους κινδύνους και να διατηρεί έτσι τη σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή.
Το επιτελικό κράτος επιδίωκε ακριβώς αυτό: την αύξηση της αντιληπτικής ικανότητας του κράτους μέσα από τη χρήση των δεδομένων και της τεχνολογίας και την ταχύτατη προσαρμογή των κρατικών δομών, διαδικασιών και παρεμβάσεων όταν οι συνθήκες αλλάζουν. Η νέα φιλοσοφία, όπως αποτυπώνεται στον νόμο (Ν. 4622/2019), ενσωμάτωσε μια πραγματιστική διαδικασία σχεδιασμού, συντονισμού, παρακολούθησης και ανασχεδιασμού δράσεων, οι οποίες μας επέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίσουμε ποικίλες κρίσεις αλλά και να υλοποιήσουμε παράλληλα το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Η προσπάθεια όμως δεν έχει τελειώσει. Οι βάσεις έχουν τεθεί αλλά η απάντηση για το τι πρέπει να γίνει από εδώ και εμπρός είναι πολύ απλή: χρειαζόμαστε περισσότερο και καλύτερο επιτελικό κράτος και όχι το αντίθετο. Το νέο, σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος πρέπει να επιδιώξει να λειτουργήσει ως ενιαίο, ομογενοποιώντας ή ευθυγραμμίζοντας έστω χιλιάδες εσωτερικές, οργανωτικές κουλτούρες και διαδικασίες που ενυπάρχουν σε 1.750 περίπου δημόσιους φορείς και σε εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους. Και αυτό διότι ο σύγχρονος πολίτης αντιλαμβάνεται το κράτος ως ενιαίο, ακόμα και αν αυτό δεν είναι. Ομογενοποιώντας τις λειτουργίες αυτές, το κράτος πρέπει να αποδώσει σε κάθε επίπεδο διακυβέρνησης τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες για τις οποίες πρέπει να λογοδοτεί, ώστε να «στεγανοποιούνται» οι καλές υπηρεσίες από τη διάχυση των αρνητικών αντιλήψεων κάθε φορά που ένα μέρος του κράτους δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Και αυτό ήδη έχει ξεκινήσει με τη μεταρρύθμιση της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης (νόμος 5013/2023) και του εσωτερικού ελέγχου (νόμος 4795/2021).
Ναι, το νέο κράτος πρέπει να προωθήσει τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις και να αναπτύξει δικλίδες ασφαλείας κατά του πελατειασμού, αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να διαθέτουν: (α) ακόμα πιο εξελιγμένα διοικητικά και τεχνολογικά εργαλεία προκειμένου να σχεδιάζουν και να ανασχεδιάζουν τις πλέον κατάλληλες δημόσιες πολιτικές, (β) να έχουν στη διάθεσή τους εξελιγμένους διοικητικούς «αισθητήρες» σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο προκειμένου να αντιλαμβάνονται τις προτιμήσεις και τις ανησυχίες των πολιτών σε «πραγματικό χρόνο» και (γ) να έχουν στη διάθεσή τους ένα νέο, ευέλικτο πλαίσιο προσαρμογών στις διοικητικές δομές και διαδικασίες όταν αναδύεται η ανάγκη. Για παράδειγμα, το Μητρώο Διαδικασιών «Μίτος», στο οποίο καταγράφονται και τυποποιούνται σταδιακά όλες οι διαδικασίες του Δημοσίου, αποτελεί ένα διοικητικό/τεχνολογικό εργαλείο αλλά και έναν «αισθητήρα» που επιτρέπει την καλύτερη αλληλεπίδραση κράτους – πολίτη και τη γρήγορη αναπροσαρμογή των διαδικασιών όταν αυτές φαίνεται να μην εξυπηρετούν πλέον τον σκοπό τους.
Η θεραπεία μακροχρόνιων παθογενειών και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος βασίζεται σε μια αλλαγή παραδείγματος, η οποία ξεκίνησε με το επιτελικό κράτος, όπως το οραματίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και θα ολοκληρωθεί με μια διακυβέρνηση που θα αντιλαμβάνεται και θα μπορεί γρήγορα να προσαρμόζει τους θεμελιακούς μηχανισμούς της για να εξυπηρετήσει την πολιτική ατζέντα που θα επιλέγουν κάθε τέσσερα χρόνια οι πολίτες.
Δεν είναι εύκολο, ούτε μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς σύγκρουση και κόστος. Είναι όμως αναγκαίο προκειμένου η εκάστοτε κυβέρνηση (πολιτικό επίπεδο) να συνεργάζεται με μια δημόσια διοίκηση (διοικητικό επίπεδο) που θα μπορεί να υλοποιήσει τις πολιτικές επιλογές μιας κοινωνίας της οποίας οι αντιλήψεις, οι προτιμήσεις, τα «πιστεύω» και οι παραστάσεις αλλάζουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Ο κ. Λεωνίδας Χριστόπουλος είναι γενικός γραμματέας Ψηφιακής Διακυβέρνησης.