Με μια νέα πολιτιστική υποδομή σοβαρών προδιαγραφών προικίστηκε η ελληνική περιφέρεια, που δεν συζητήθηκε όσο της αξίζει. Η περιπέτεια – διότι περί αυτής πρόκειται – ξεκίνησε με τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του 1983(!) για το Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου Κρήτης και την απονομή του πρώτου βραβείου στους αρχιτέκτονες Τάσο Μπίρη, Δημήτρη Μπίρη και Πάνο Κόκκορη. Η είδηση είναι ότι το έργο αποπερατώθηκε μετά περίπου τέσσερις δεκαετίες, και έχει ξεκινήσει τη λειτουργία του μετ’ εμποδίων βέβαια, λόγω πανδημίας. Ο μέχρι σήμερα προγραμματισμός του Κέντρου δείχνει την πρόθεση εισαγωγής και ανάπτυξης καταρχήν λόγιων μορφών μουσικού πολιτισμού που δεν έβρισκαν έως τώρα στη Μεγαλόνησο κατάλληλο χώρο φιλοξενίας (όπως και στην Αθήνα μέχρι το 1991, έτος εγκαινίων του Μεγάρου Μουσικής).
Βέβαια, η τόσο μεταχρονολογημένη ολοκλήρωση ενός αρχιτεκτονικού έργου μπορεί να προκαλέσει αμηχανία, καταρχήν στους ίδιους τους μελετητές του. Αλλες είναι οι προϋποθέσεις της εποχής του σχεδιασμού και η συζήτηση για την αρχιτεκτονική, άλλος ο σημερινός πολιτισμικός χώρος ένταξης και αποτίμησης του έργου. Από τη «μεταμοντέρνα» μακρινή δεκαετία του 1980 έως τη σημερινή εποχή της πλήρους ιδεολογικής αποφόρτισης της αρχιτεκτονικής, έχει κυριολεκτικά μεσολαβήσει αλλαγή χιλιετίας. Το συγκρότημα ωστόσο του Ηρακλείου (όπως και το σχεδόν συνομήλικό του Δημαρχείο Θεσσαλονίκης, σχεδιασμένο το 1987 επίσης από τους αδελφούς Μπίρη) αποτελεί μια αξιόλογη μαρτυρία αντίληψης του δημόσιου κτιρίου ως κοινωνικού πυκνωτή σε διάλογο και ανταλλαγή με το αστικό περιβάλλον. Η έννοια του μοντέρνου μνημείου στην πόλη αποκτά εδώ απτή υπόσταση, τόσο για τη λειτουργική του άρθρωση όσο και για τη σχεδιαστική ένταση που το χαρακτηρίζει.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.