Στον Μεσαίωνα έφτιαχναν κάτι παράξενα αγάλματα. Ενώ μπροστά παρουσίαζαν μια ιδανική γυναικεία εικόνα, στην πίσω πλευρά εμφάνιζαν ένα σώμα γεμάτο πληγές, ασχήμια, ρυπαρότητα.
Είναι η περίπτωση του παιδοβιαστή και μαστροπού στον Κολωνό.
Ακόμη και για τους επαγγελματίες θεραπευτές της ψυχής, η παιδοφιλία και η παιδεραστία παραμένουν διαστροφές που δύσκολα μπορούμε να προσεγγίσουμε. Η προσωπική αποστροφή εμποδίζει την αναγκαία ψυχοδυναμική ουδετερότητα και θα δημιουργούσε ισχυρές αντιστάσεις στην περίπτωση που θα υπήρχε ένα τέτοιο θεραπευτικό αίτημα. Αλλά το αίτημα αυτό δεν υπάρχει.
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι περισσότεροι από αυτούς τους βαθιά άρρωστους ανθρώπους είναι κατά τα άλλα λειτουργικοί και δεν προστρέχουν σε αναζήτηση ψυχοθεραπείας. Μόνο ο νόμος μπορεί να τους περιορίσει ή να τους επιβάλει μια επιτηρούμενη θεραπεία.
Δεν έχουν αίτημα να αλλάξουν γιατί δεν βιώνουν ενοχή, ούτε καν ψυχική δυσφορία.
Οταν μιλάμε για «βαθιά άρρωστους ανθρώπους» δεν εννοούμε σε καμιά περίπτωση ότι έχουν το ακαταλόγιστο μιας ψυχικής ασθένειας.
Η διαστροφή τους είναι κομμάτι της ύπαρξής τους. Εχουν απόλυτη συνείδηση των πράξεών τους, της επικινδυνότητάς τους και του απροσμέτρητου κακού που προκαλούν. Είναι ένα γεγονός συνυφασμένο με τη ζωή και το έργο μας και γι αυτό δεν θα σταματήσουμε να το επαναλαμβάνουμε: H ψυχική ασθένεια δεν συνδέεται με τη βία και την επικινδυνότητα.
Η σεξουαλική διαστροφή, όμως, συνδέεται. Και επειδή η συμπτωματολογία της δεν είναι θορυβώδης, ούτε πριν, ούτε και μετά την εκδήλωσή της, δεν υπάρχει στιγματισμός.
Είναι ανησυχητικά παράδοξο και διαταρακτικό. Ενας ψυχωτικός μπορεί να απομονωθεί κοινωνικά χωρίς να βλάπτει κανέναν, μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικός και ανοίκειος. Αλλά ο παιδοβιαστής της διπλανής πόρτας μπορεί όχι μόνο να προστατεύεται στην ανοχή των γύρω του αλλά και να απολαμβάνει τα προνόμια μιας κοινωνικής αποδοχής.
Οικογενειάρχης, θρησκευόμενος, φιλάνθρωπος, μετέχων στα κοινά, άτομο υπεράνω υποψίας ο εγκληματίας του Κολωνού. Με την πληθώρα των αυτάρεσκων αναρτήσεων, τα χαμόγελα, η επίδειξη, τον υπερήφανο συγχρωτισμό με τους επωνύμους. Μια άθλια καρικατούρα των ημερών μας. Η ανατριχίλα του φυσιολογικού. Οπως και οι άλλοι 213 άντρες που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για να κακοποιήσουν σεξουαλικά το κοριτσάκι και οι εκατοντάδες που είδαν το πορνογραφικό υλικό στο Διαδίκτυο και δεν το κατήγγειλαν.
Ο διαδικτυακός πολιτισμός και η ναρκισσιστική σαγήνη της εικόνας μέσω της ανωνυμίας των ψεύτικων προφίλ μπορεί να μη δημιουργεί, ωστόσο διευκολύνει τη διαστροφή ως σεξουαλική πρακτική αλλά και την ψυχική διαστροφικότητα στις σχέσεις.
Στην εποχή του Dark net και του Deep Web o κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να αγοράσει και να πουλήσει κάθε λογής παράνομα αγαθά, ναρκωτικά, παιδική, βρεφική πορνογραφία, πλαστές ταυτότητες, μέχρι και δολοφονίες.
On Line κλείνονται τα βρώμικα ραντεβού, on Line εκτίθενται τα θύματα, με ένα κλικ διαλέγεις κρέας ή το καταναλώνεις στην οθόνη σου.
Και ο ένας βιασμός διαδέχεται τον άλλον. Το κοριτσάκι του Κολωνού δεν μπορεί να βγει από το σπίτι του γιατί το περιμένουν κάμερες και μικρόφωνα, ενώ επαγγελματίες της ηδονοβλεψίας αναζητούν φωτογραφίες του για να τις προβάλουν με πίξελ, όπως επιβάλλει η κοινωνική ορθότητα.
Στην αρένα που στήνεται οι σοκαρισμένοι καταγγέλλοντες ανακατεύονται με τους αιτούντες την επαναφορά της θανατικής ποινής, με τους κομματικά αξιοποιούντες τη φρίκη και με ηδονοβλεψίες που κηρύττουν τάξη και ηθική.
Σε τηλεοπτικά πάνελ το κοριτσάκι τεμαχίζεται για να χορτάσει το διψασμένο για λεπτομέρειες κοινό.
Από την εποχή που o βιεννέζος ψυχίατρος Richard von Krafft-Ebing στο έργο του «Psychopathia Sexualis», το 1886, προέταξε τον όρο paidophilia erotica για να ορίσει τη σεξουαλική προτίμηση ενηλίκων προς άτομα προεφηβικής ηλικίας, έως και την κατάταξη από την Αμερικανική Ψυχιατρική Ενωση, το 1968, της παιδοφιλίας στην κατηγορία των σοβαρών παραφιλικών ψυχικών διαταραχών ο παιδόφιλος αναγορεύεται σε μια κατ’ εξοχήν παθολογική οντότητα.
Θα πρέπει όμως εδώ να διαφοροποιήσουμε τον παιδεραστή από τον παιδόφιλο. Η παιδοφιλία μένει στο επίπεδο της φαντασίωσης της έλξης που ασκεί ένα μικρό παιδάκι στον ενήλικο. Μένει στην επιθυμία. Δεν οδηγείται στην πράξη.
Η καθαυτή παιδεραστία όμως μας εισάγει στον χώρο της βίας. Οπως κάθε μορφή βιασμού, είναι μια σχέση κυριαρχίας, εξουσίας και υποταγής. Πρόσφορα θύματα είναι τα εγκαταλελειμμένα ή παραμελημένα συναισθηματικά και υλικά παιδιά.
Το παιδάκι γίνεται ένα επιθυμητό σεξουαλικό αντικείμενο. Ενσαρκώνει το άφθαρτο, κάτι το οποίο ακόμα δεν έχει υποστεί απώλεια, παρακμή. Δεν έχει μεγάλη αξία να μιλήσει κανείς για τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία που μπορεί να κρύβει το πάθος για το ασχημάτιστο κοριτσίστικο σώμα ή για την ενόρμηση επιβολής και ελέγχου της ύπαρξης ενός ανυπεράσπιστου θύματος. Ούτε για το τραύμα της παιδικής κακοποίησης που αν μείνει ανεπεξέργαστο μπορεί να οδηγήσει σε ταύτιση του θύματος με τον θύτη και άρα σε επανάληψη της φρίκης με αλλαγή ρόλων.
Αυτό που ίσως έχει κάποια σημασία είναι να αναδειχθεί η φονική σιωπή της κοινότητας, η συνειδητή συμφωνία διάψευσης της καταστροφικότητας, που επιτρέπει τον ανεξέλεγκτο θρίαμβο του κακού.
Η αγία οικογένεια συγκαλύπτει, συσκοτίζει και συγχωρεί τις αμαρτίες των δικών της καθαρμάτων, προστατεύει τους δαίμονές της.
Είναι πολύ δύσκολο να δεχτούμε ότι κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ο εγκληματίας του Κολωνού είχε ψεύτικα προφίλ στο διαδίκτυο, έντονη παράνομη δραστηριότητα, όπλα στο σπίτι και μια καθημερινότητα απολύτως συνυφασμένη με το καταστροφικό πάθος του. Οι ρωγμές στη κοινωνική «κανονική» συμπεριφορά του σίγουρα υπήρχαν, αλλά κανείς δεν ήθελε να τις δει.
Η σύλληψη, εν τω μεταξύ, της μητέρας με την κατηγορία της μαστροπείας απογειώνει την απροσμέτρητη φρίκη αυτής της ιστορίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα από μόνο του.
Η αποκάλυψη της φρίκης στον Κολωνό είναι μια ευκαιρία για όλους να αναρωτηθούμε για τον ορισμό της κανονικότητας και του φυσιολογικού. Αλλά και να συνειδητοποιήσουμε ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα χρειάζονται τη σιωπή και το σκοτάδι για να συντελεστούν.
Περισσότερο ίσως από την ατομική ψυχοπαθολογία, τρομάζει η φονική απάθεια των γύρω που σαν Χορός αρχαίας τραγωδίας θρηνούν εκ των υστέρων.
«Υστερολογία», η μεγάλη ασθένεια της εποχής μας.
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.
Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος – ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής.