Κάθε φορά που φεύγει ένας άνθρωπος του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, κοιτάζω τις φωτογραφίες τους και βλέπω τους γονείς μου. Οχι μεταφορικά, κυριολεκτικά. Τους γονείς μου, σχεδόν παιδιά, με δύο πιο παιδιά στον καναπέ ή στο κρεβάτι να περιμένουμε όλοι μαζί να δούμε την ελληνική ταινία του Σαββάτου στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Είναι τόσο μακρινή εκείνη η εποχή, έχουν περάσει τόσοι αιώνες που αρχίζω να πιστεύω πως αυτοί οι άνθρωποι δεν υπήρξαν, τους επινοήσαμε. Σαν μια αόριστη ανάμνηση ενός καλού εαυτού που τελικά στην πορεία έγινε κάτι άλλο. Ο Κούρκουλος, ο Βουτσάς, η Καραγιάννη των είκοσι πέντε χρόνων δεν υπήρξαν ποτέ.
Από την άλλη, σκέφτομαι πως αφού τις βλέπουμε ακόμη αυτές τις ταινίες, αφού μας συγκινούν – έως μας συγκλονίζουν – τα τραγούδια τους, ο Ξαρχάκος, ο Ζαμπέτας, ο Πλέσσας, ο Χατζιδάκις, ο Μίκης, ίσως δεν έχουμε αλλάξει τόσο, ο κώδικας παραμένει οικείος, άρα υπάρχει ένα κομμάτι αλήθειας, ένα ανοιχτό κανάλι επικοινωνίας με τα παιδικά μας χρόνια. Εκτός αν εκείνος που συγκινείται δεν είμαστε εμείς αλλά η ανάμνηση ενός εαυτού από τον οποίο όμως δεν έχει μείνει τίποτα. Συγκινείται το Avatar της παιδικής μας ηλικίας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος