Εδώ και αρκετά χρόνια, ιδίως από τις ευρωεκλογές του 2014 και μετά, η άκρα δεξιά βρίσκεται σε μια ανοδική τροχιά. Η πορεία αυτή καταγράφεται τόσο με όρους ποσοτικούς καθώς παρατηρείται αύξηση της εκλογικής δυναμικής αρκετών εκπροσώπων της κομματικής οικογένειας της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, όσο και με όρους πολιτικούς καθώς διευρύνεται το ειδικό βάρος της στο κομματικό σύστημα. Οσο εδραιώνεται η άκρα δεξιά στο εθνικό και το ευρωπαϊκό κομματικό οικοδόμημα και όσο αυξάνεται η εκλογική της απήχηση, τόσο θολώνει η διακριτότητά της από τα κατεστημένα κόμματα, με τα τελευταία να εμπλουτίζουν την ατζέντα τους με θεματικές και τοποθετήσεις που δημιουργούν εκλογική απήχηση για τα κόμματα της άκρας δεξιάς. Ωστόσο, μια τέτοια στάση δεν βοηθά ιδιαίτερα τα κατεστημένα κόμματα γιατί δεν δείχνει να μπορεί να σταματήσει τη διαρροή ψηφοφόρων τους καθιστώντας παράλληλα δημοφιλή την ατζέντα της άκρας δεξιάς και κλειδώνοντας τη θεματική της αρμοδιότητα πάνω σε ζητήματα (μεταναστευτικό, «νόμος και τάξη») που αναγνωρίζονται ως σημαντικά από σχεδόν ολόκληρο το κομματικό φάσμα. Oπως επισήμανε ο Κας Μούντε (1/10/2022), «δεν είναι ότι η ριζοσπαστική δεξιά άμβλυνε τις θέσεις της, αλλά ότι η κατεστημένη σκηνή έγινε πιο ριζοσπαστική» αυστηροποιώντας τη στάση της ιδίως στο ζήτημα της μετανάστευσης. Μάλιστα, όσο πιο «ριζοσπαστική» γίνεται η κατεστημένη κομματική σκηνή τόσο η άκρα δεξιά πανηγυρίζει εκλογικές επιτυχίες, αν όχι συρρικνώνοντας την απήχηση των καθιερωμένων κομμάτων, εμποδίζοντάς τα να αντιστρέψουν την καθήλωση της εκλογικής τους δυναμικής και τη χαμηλή αξιοπιστία τους στο εκλογικό σώμα.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε το 2022, μια χρονιά-σταθμό για την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά. Δεν είναι τόσο/μόνο ότι στη διάρκειά της ορισμένα από τα κόμματα της συγκεκριμένης κομματικής οικογένειας, όπως τα Αδέλφια της Ιταλίας και η Chega στην Πορτογαλία, αύξησαν μετεωρικά τη δύναμή τους περνώντας από μια κατάσταση ασημαντότητας στην εκτόξευσή τους στην επικρατειακή πολιτική αρένα. Εξάλλου, παρότι το 2022 είχε εντυπωσιακές εκλογικές επιτυχίες για κόμματα στο δεξιό άκρο του ιδεολογικού φάσματος και αρκετά από αυτά ενίσχυσαν την επιρροή τους στο εκλογικό σώμα – όπως ο Εθνικός Συναγερμός στη Γαλλία, οι Σουηδοί Δημοκράτες και το Vox στην Ισπανία -, δεν έλειψε και η αντίστροφη δυναμική: η Λίγκα του Ματέο Σαλβίνι έχασε σχεδόν το ήμισυ της εκλογικής της δύναμης στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2022 σε σχέση με την αντίστοιχη αναμέτρηση του 2018. Επίσης, σημαντικό τμήμα της εκλογικής του επιρροής απώλεσε το πάλαι ποτέ πολιτικά επιδραστικό σε ζητήματα μετανάστευσης Λαϊκό Κόμμα της Δανίας, μέρος των εκλογικών δυνάμεων του οποίου μεταπήδησε στη νεοϊδρυθείσα Νέα Δεξιά.
Το φαινόμενο της άκρας δεξιάς δεν είναι γραμμικό και η πορεία του δοκιμάζεται από επιμέρους διακυμάνσεις. Αυτές ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν αντιστρέφουν μια γενικότερη τάση που συνολικά εξεταζόμενη διαθέτει μια ανοδική φορά. Η υποχώρηση της επιρροής ορισμένων κομμάτων της άκρας δεξιάς δεν ήταν τέτοιας έντασης που να εξελιχθεί σε εκλογική αποευθυγράμμιση. Αν κάτι λειτουργεί εν τέλει συγκολλητικά για τους ψηφοφόρους της είναι ότι, ενώ κερδίζει σε εκλογική επιρροή από τα πολιτικά σκάνδαλα στα οποία (φέρεται να) εμπλέκονται κομματικοί της αντίπαλοι, η ίδια δεν πλήττεται καθοριστικά από αυτά όταν βρίσκεται αναμεμειγμένη σε τέτοιες υποθέσεις. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, το λεγόμενο Ibiza-Gate, δηλαδή η εμπλοκή του τότε επικεφαλής του ακροδεξιού FPÖ και αντικαγκελαρίου της Αυστρίας σε μια υπόθεση ύπουλου επηρεασμού των αυστριακών βουλευτικών εκλογών του 2019, έριξε μεν τα εκλογικά ποσοστά του FPÖ, χωρίς όμως να το εκτοπίσει από την κατηγορία των εκλογικά σημαντικών και επιδραστικών κομμάτων. Το κόμμα έχει ανακάμψει εκλογικά και δημοσκοπικά (Δεκέμβριος 2022), βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση, ελάχιστα πίσω από τους Σοσιαλδημοκράτες και αρκετά μπροστά από τους σε-ελεύθερη-πτώση Χριστιανοδημοκράτες.
Ο χρόνος που φεύγει δημιούργησε νέες πολιτικές ευκαιρίες για την άκρα δεξιά. Ορισμένα κόμματα αυτού του χώρου άλλαξαν κατηγορία όχι τόσο επειδή αύξησαν τα εκλογικά ποσοστά τους αλλά κυρίως επειδή βελτίωσαν τη θέση τους στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Στην Ιταλία ένα κόμμα της άκρας δεξιάς (Αδέλφια της Ιταλίας) κρατά τα ηνία στην κυβέρνηση και ένα ακόμη αντιμεταναστευτικό κόμμα (Λέγκα) μετέχει ως μικρότερος εταίρος σε ένα αμιγώς λαϊκιστικής-ριζοσπαστικής δεξιάς σύνθεσης κυβερνητικό σχήμα. Το 2022 αφήνει πίσω του πολιτικά ισχυροποιημένο το μπλοκ της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς: η Τζόρτζια Μελόνι έχει την ευκαιρία να ξανασυστήσει στους Ιταλούς και τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους την κομματική οικογένεια της άκρας δεξιάς αλλάζοντας όχι το ιδεολογικό credo του χώρου αλλά την εικόνα του. Η παρομοίωση του κόμματός της (και κατ’ επέκτασιν του χώρου της) με ένα «καλά φυτεμένο δένδρο με βαθιές ρίζες» απέναντι σε μια κομματική σκηνή που πάει «όπου φυσά ο άνεμος», την οποία η ίδια συνηθίζει να χρησιμοποιεί, συμβάλλει στο να πλασαριστεί η άκρα δεξιά στη mainstream πολιτική σκηνή διατηρώντας τη διακριτότητά της από το ιδεολογικά θολό και πολιτικά άστατο κομματικό κατεστημένο.
Ακόμη και σε χώρες με ανοικτότητα και πολυπολιτισμική διαθεσιμότητα υπάρχουν σημάδια υποχώρησης μετριοπαθών κομματικών δυνάμεων στη λογική της ατζέντας της άκρας δεξιάς. Η Συμφωνία του Τίντε που υπογράφηκε το 2022 μεταξύ της κεντροδεξιάς σουηδικής κυβέρνησης και των ακροδεξιών Σουηδών Δημοκρατών προκειμένου οι τελευταίοι να στηρίξουν κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση μειοψηφίας της χώρας δίνει σε ένα κόμμα της άκρας δεξιάς ισχυρό λόγο στη θεσμική διευθέτηση κρίσιμων ζητημάτων γύρω από την απόκτηση ιθαγένειας και τη χορήγηση ασύλου ανατρέποντας πρακτικές δεκαετιών.
Από ένα ανυπόληπτο πολιτικό brand εξαιτίας ιδεολογικών συνδέσεων με κληρονομιές του φασισμού και θαυμασμού αυταρχικών αναβιώσεων και καταλοίπων η άκρα δεξιά σταδιακά αποστιγματίζεται. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η διαδικασία αποστιγματισμού λαμβάνει χώρα χωρίς απαραίτητα η ίδια να γίνεται πιο μετριοπαθής. Αυτό που συντελείται, με άλλα λόγια, δεν είναι ότι η άκρα δεξιά έρχεται στα μέτρα των κατεστημένων κομμάτων αλλά ότι αυτά ακολουθούν μια «προσαρμοστική λογική» (κατά τις Τζέι Τζέι Σπουν και Χάικε Κλούβερ) υιοθετώντας θέσεις σε ορισμένα από τα βασικότερα διακυβεύματα της ημερήσιας διάταξης (μεταναστευτικό, ασφάλεια, ανεργία) που κόβονται και ράβονται πάνω στα μοτίβα πολιτικής και τις θεματικές πλαισιώσεις της άκρας δεξιάς.
Η κυρία Βασιλική
Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια
Πολιτικής Επιστήμης
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.