Συμπληρώνονται εφέτος εκατό χρόνια από την τραγική Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα που είχε νικήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους και ήταν με το μέρος των νικητών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τελικά κατατροπώθηκε στη Μικρασία. Ηδη πολλές εκδηλώσεις γίνονται για να τιμηθούν τα θύματα της ιστορικής εκείνης περιόδου 1919-1922. Από τότε που έφτασαν στην Ελλάδα οι ξεριζωμένοι Ελληνες προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να διατηρήσουν στην ατομική και συλλογική μνήμη τους την εθνική προέλευση και ταυτότητα. Ιδρυσαν συλλόγους και σωματεία με στόχο τη διάσωση της πολιτιστικής παράδοσης της Μικράς Ασίας.

Οπως γράφει σύγχρονη έγκριτη ιστορικός, «οι σύλλογοι ασχολήθηκαν με τη συλλογή και καταγραφή λαογραφικού και ιστορικού υλικού με διττό στόχο: αφενός να διατηρηθεί η ιστορία των τόπων καταγωγής στις κοινότητες των προσφύγων και αφετέρου να γίνει γνωστή στους Ελλαδίτες». Μεταξύ των σωματείων που ιδρύθηκαν τότε ήταν και το αθλητικό σωματείο Αθλητική Ενωση Κωνσταντινουπόλεως, η πολύ γνωστή ΑΕΚ. Αθλητικό σωματείο με μεγάλη προσφορά στον ελληνικό αθλητισμό.

Οι τότε ιδρυτές έδωσαν στο σωματείο τους όνομα που να υπενθυμίζει την ιστορική καταγωγή τους. Στα νεότερα χρόνια όλα τα μεγάλα αθλητικά σωματεία όσον αφορά τα ποδοσφαιρικά τμήματά τους μετατράπηκαν, σύμφωνα με τους όρους του νόμου, σε επαγγελματικές ΠΑΕ.

Κατά κανόνα, καθεμιά από αυτές ανήκει ιδιοκτησιακά σε ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο προβαίνει, προφανώς εξ ιδίων, σε μεγάλες δαπάνες για τη λειτουργία και τη διάκρισή τους και αντιστοίχως καρπούται, εφόσον υπάρχουν, τα ανάλογα κέρδη.

Κατασκεύασε λοιπόν και η ΑΕΚ καινούργιο, σύγχρονο ποδοσφαιρικό γήπεδο στη θέση του παλαιού το οποίο αποκαλείται, όπως διαβάζω, «Αγία Σοφία». Εδωσαν δηλαδή στο γήπεδο όνομα που να υπενθυμίζει τον περικαλλή Ναό τής του Θεού Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο έκτισε στην αυτή θέση παλαιότερου ναού ο Μέγας Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, θέλοντας έτσι προφανώς αυτοί που είχαν την έμπνευση για την ονομασία του νέου γηπέδου να διατηρείται στη συλλογική μνήμη των οπαδών της ΑΕΚ η προέλευση και η συνέχεια του σωματείου τους.

Ομως μέσα στον Ναό τής του Θεού Σοφίας, τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, που αποτελεί παγκόσμιο χριστιανικό και πολιτιστικό μνημείο, λατρευόταν ο Θεός με πίστη, φόβο και ευλάβεια. Το ίδιο γίνεται και σε άλλους ναούς στην Ελλάδα που φέρουν το αυτό όνομα. Οσοι εισέρχονται στους ναούς αυτούς, τους διακρίνει τουλάχιστον ανάλογος σεβασμός. Γι’ αυτό, άλλωστε, καταχρηστικώς και με δόση υπερβολής μεγάλα ιστορικά γήπεδα στην Ευρώπη τα ονομάζουν και ναούς του ποδοσφαίρου. Επειδή ακριβώς προκαλούν δέος και θαυμασμό.

Ομως τα ποδοσφαιρικά γήπεδα δεν είναι ιεροί ναοί. Οπως είναι κοινώς γνωστό, ακούονται σε αυτά ύβρεις, αισχρολογίες, βωμολοχίες, βλασφημίες, φωνασκίες. Γίνονται επεισόδια, επικρατεί μεγάλος φανατισμός στις κερκίδες μεταξύ φιλάθλων αντίπαλων ομάδων. Επιτρέπεται λοιπόν ένας χώρος μέσα στον οποίο γίνονται και ακούονται όλες οι παραπάνω απρέπειες να ονομάζεται Αγία Σοφία, δηλαδή ιερός ναός τής του Θεού Σοφίας;

Νομίζω ότι εύκολα μπορούσε να βρεθεί για την ονομασία του γηπέδου ένας άλλος όρος δηλωτικός της προέλευσης του ιστορικού σωματείου της ΑΕΚ. Και γιατί δεν αντέδρασε κάποιος με γνώση και ευαισθησία αλλά και αρμοδιότητα για τα ιερά πράγματα;

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο παλαιός νόμος περί σημάτων περιείχε διάταξη με την οποία όριζε ότι δεν μπορεί να γίνονται δεκτά, μεταξύ άλλων, τα θρησκευτικά σύμβολα και οι δηλωτικές αυτών ονομασίες και παραστάσεις, καθώς και τα αντιβαίνοντα στην ηθική ή προφανώς δεν ανταποκρίνονται προς την αλήθεια (άρθρο 3 του ν. 1998/1939 περί σημάτων), αλλά και το άρθρο 4 του ήδη ισχύοντος νόμου 4679/2020 ορίζει ότι δεν καταχωρίζονται ως σήματα μεταξύ άλλων όσα «έχουν μεγάλη συμβολική σημασία, ιδίως θρησκευτικά σύμβολα, παραστάσεις και λέξεις». Δεν πιστεύω δε να υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί ότι η «Αγία Σοφία» αποτελεί ένδοξο, παγκόσμιο, διαχρονικό και κυρίως χριστιανικό μνημείο.

Βεβαίως για την προκειμένη περίπτωση αναλόγως θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω διατάξεις, οι οποίες απλώς αναφέρονται για να τονιστούν η ευσέβεια και η ευλάβεια που πρέπει να διακρίνει όσους κάνουν χρήση χριστιανικών παραστάσεων και συμβόλων. Ας θεωρηθεί λοιπόν η πιο πάνω επιλογή καλοπροαίρετη μεν αλλά άστοχη, επιπόλαιη και μην πω ασεβής.

 

Ο κ. Δημήτριος Κανελλόπουλος είναι αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ε.τ., τέως γενικός διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστών, τέως αντιπρόεδρος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Κράτους
(ΚΕΝΕ), ιεροψάλτης.