Οι ραγδαία αυξανόμενες γυναικοκτονίες και στην Ελλάδα, πλέον, προβληματίζουν δικαίως. Δεν σοκάρονται μόνο οι οικείοι θυμάτων και θυτών, καθώς γίνεται κοινή συνείδηση πως μας πολιορκούν κρούσματα «ζωής και θανάτου», ασφάλειας ζωής και ομαλών κοινωνικών σχέσεων, συνολικά. Οι δυσμενείς επιπτώσεις των γυναικοκτονιών εντοπίζονται σε πολλαπλά επίπεδα: ποιότητα έμφυλων σχέσεων, ομαλού οικογενειακού περιβάλλοντος, αρμονικής ανατροφής παιδιών, δημογραφικό, ανθρώπινων δικαιωμάτων. Γίνεται σαφές πως τα προβλήματα των ανισοτήτων είναι κοινωνικά διαβρωτικά, οδηγώντας τις κοινωνίες σε υπανάπτυξη και παρακμή, προκαλώντας ακόμη και οικονομικά μετρήσιμες ζημιές στο ΑΕΠ λόγω απώλειας ζωών των θυμάτων και εγκλεισμού των θυτών. Τόσο πολυδιάστατες βλάβες αξιώνουν σοβαρή και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του νοσηρού φαινομένου, ενώ απαιτείται συστηματική ανάλυση και σφαιρική εκτίμηση της κατάστασης. Στο άρθρο μου επικεντρώνομαι στα δομικά αίτια. Πολιτικά, είναι αδύνατον να παρεμβαίνουμε λυσιτελώς, χωρίς σαφή τεκμηρίωση των αιτίων και καταγραφή των σύνθετα αλληλεπιδραστικών δεδομένων. Κάποιες αναλύσεις των γυναικοκτονιών ανάγουν τα αίτια παγίως στην «πατριαρχία», ενώ άλλα ενοχοποιούν τις συνθήκες εγκλεισμού της πανδημίας ή άλλους συγκυριακούς παράγοντες. Πρώτον, η ανθρωπότητα ζει σε καθεστώτα πατριαρχίας διαχρονικά για χιλιετίες, ενώ οι φονικές γυναικοκτονικές τάσεις προϋπάρχουν σαφώς της πανδημίας 2020-2022. Αρα, ούτε η πατριαρχία ούτε η συγκυρία της πανδημίας επαρκούν από μόνες τους για να εξηγήσουν σφαιρικά τη σωρευτική όξυνση του φαινομένου των γυναικοκτονιών.
Η θηριώδης έξαρση του φαινομένου των γυναικοκτονιών στην εποχή μας είναι αδιαμφισβήτητη. Τεκμηριώνεται από πολλαπλές μελέτες διεθνών οργανισμών, όπως των ΟΗΕ, ΠΟΥ, ΕΙΙΦ/EIGE, αλλά και συναφείς εθνικές μελέτες. Γιατί αυξήθηκαν δραματικά τα εξοντωτικά κρούσματα γυναικοκτονιών στις πρόσφατες δεκαετίες, με αποκορύφωμα την τρέχουσα συγκυρία; Και σε τι συνίσταται, λοιπόν, μια τόσο συντριπτική ειδοποιός διαφορά; Χάριν της ζωής, οφείλουμε να εντοπίσουμε τα αίτια που πυροδοτούν την έξαρση και οξύνουν το φυλετικά γενοκτονικό φαινόμενο.
Τα τελευταία 40 χρόνια βιώνουμε σε πλανητικό επίπεδο ένα «δυαδικό σύνδρομο»: α) ιδεολογικά, την κατίσχυση του «δόγματος ανταγωνισμού» και 2) την εδραίωση και κυριαρχία του Διαδικτύου και συνακόλουθα της «ψηφιακής κατάστασης των ανθρώπων». Ο συνδυασμός και η σύνθεση των δύο αυτών καθοριστικών μεταλλάξεων αλλά και ανεξέλεγκτων καταστάσεων αποτελεί την πηγή κινδύνων σε πολλαπλά επίπεδα: διεθνείς και κρατικές σχέσεις, περιβάλλον, εμπόριο, κοινωνικές, έμφυλες και διαπροσωπικές σχέσεις. Ειδικότερα, αλληλεπιδρούν διαβρωτικά, αφενός, ο ακραίος, «πολεμικός ή στρατηγικός ανταγωνισμός» και, αφετέρου, η αναγωγή των πάντων στα άτομα, η εξατομίκευση και ο ναρκισσισμός των οποίων αποτελούν «κλειδιά» του νέου δομολειτουργικού πλαισίου.
Εν προκειμένω, στο ανεξέλεγκτο διττό πλαίσιο «ανταγωνισμού και Διαδικτύου» ευνοήθηκαν οι συνθήκες ακραιφνούς πραγμοποίησης της «γυναίκας». Ακολούθησε η εντατικοποίηση των ποικιλότροπων μορφών εμπορευματοποίησης της κατηγορίας «γυναίκα». Πότε ήπια ή ανεπαίσθητη, πότε βάναυση και απάνθρωπη, η εκμετάλλευση των γυναικών προσλαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις στο διττό πλαίσιο. Το trafficking αναβαθμίστηκε, συστηματοποιήθηκε και κάνει διαδικτυακά θραύση, εκφεύγοντας από την αστυνόμευση. Οι βιομηχανίες οπτικο-ακουστικής καθήλωσης και έμμεσα υποδούλωσης προσώπων (κυρίως γυναικών, παιδιών και νηπίων) γιγαντώθηκαν τόσο, ώστε ακόμη και οργανωτικά προηγμένα κράτη να εμφανίζονται ανίσχυρα να παρέμβουν είτε προληπτικά είτε αποτρεπτικά.
Στο πλαίσιο της ανωνυμίας του κυβερνοχώρου «η γυναίκα» μετατράπηκε άρδην σε πολυχρηστικό συναλλακτικό και καταναλωτικό είδος προς: αγοραία ηδονή, θέαση, virtual τέρψη μέσω σεξουαλικής χρήσης ή κατάχρησης, για παροδική απόλαυση «άκοπα». Η «κοινωνικοποίηση» των χρηστών στον παθογόνο ετεροκαθορισμό των γυναικών συντελείται πρωτίστως από τα ακραιφνώς εμπορικά media, τις ειδικευόμενες διαδικτυακές πλατφόρμες και τις διαφημιζόμενες βιομηχανίες (μόδας κ.ά.) οι οποίες τα τροφοδοτούν, πλασάροντας αγοραία πρότυπα «γυναικείας γοητείας» και αναπαράγοντας το μοντέλο παθητικών, ποθητών, αναλώσιμων καλλονών. Πάντα, προς τέρψη των ανδρικών αισθήσεων και δη εκείνων οι οποίοι είναι σε θέση να πληρώνουν. Η γυναικεία πολυ-εκμετάλλευση συντελείται και εκδηλώνεται ιδίως στην πορνογραφικοποίηση, όπου οργιάζουν η θυματοποίηση και η εκμετάλλευση «της γυναίκας», του ερωτισμού και του σεξ. Ποιους εκπλήσσουν άραγε οι πιέσεις γνωστών βιαστών – εραστών που επιμένουν εκβιαστικά να βιντεοσκοπούνται οι συνευρέσεις με ανήλικα και ανίσχυρα θύματα;
Αναμφισβήτητα, το «Διαδίκτυο της Ανωνυμίας» αναδείχθηκε σε μέγα προστάτη κάθε κρυφής εγκληματικής πρακτικής. Οι προσοδοφόρες υπηρεσίες πορνό παρέχουν ηδονοβλεπτική «κατανάλωση», καλλιεργώντας συνάμα νοσηρούς σεξο-εθισμούς. Η τηλε-πορνογραφία δελεάζει, καθηλώνει και παγιδεύει εφήβους, εθίζοντάς τους ταυτόχρονα στον εκχυδαϊσμό του έρωτα, του σεξ, στην περιφρόνηση της «γυναίκας» και ακόμη και στην απόλαυση της ταπείνωσής της. Κοντολογίς, εδώ καλλιεργείται ένας νεόκοπος «καταναλωτικός μισογυνισμός». Διότι «εδώ», στις δελεαστικές αλλά και εξαντλητικά εθιστικές πλατφόρμες του κυβερνοχώρου και ειδικά του «Σκοτεινού Διαδικτύου», κατοικοεδρεύουν τόσο οι millenials όσο και η «γενιά Ζ» (GenZ). Σε τέτοια περιβάλλοντα γαλουχούνται σεξουαλικά, αποκτώντας δυνατές εμπειρίες της ενηλικίωσής τους. Ετσι, τα αγόρια «ανδρώνονται» βάναυσα, ενώ τα κορίτσια εξοικειώνονται παθητικά με θυματοποιημένες ταυτότητες. Εδώ καλλιεργείται και ανθεί ο «έμφυλος κανιβαλισμός», την ώρα που οι νέοι μας στερούνται μαθήματα εύρωστων κοινωνικών και σεξουαλικών ρόλων.
Σήμερα, με ταξικούς όρους, η κατηγορία «γυναίκα» αποτελεί ένα από τα πιο προσοδοφόρα εκμεταλλεύσιμα και πολυ-εκμεταλλευόμενα κεφάλαια. Επάνω στο σώμα και στη γυναικεία εικόνα επιχειρούν αφανώς πολυεθνικές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, χωρίς κανένα ανταποδοτικό τέλος, κρατικά, κοινωνικά ή ατομικά. Οταν ένα τέτοιο γίγνεσθαι κυριαρχεί, είτε κρυφά είτε φανερά, ποια βιώσιμη κοινωνία μπορούμε να οικοδομήσουμε; Είναι δυνατό να σταθεροποιήσουμε οτιδήποτε σε «ανθρωποφαγικές» συνθήκες; Ποιο νόημα έχουν τα «δικαιώματα» και η επίκληση του σεβασμού των ανθρώπινων σχέσεων; Ιστορικά, οι ανθρώπινες κοινωνίες ζουν ειρηνικά ή ανθούν όποτε επιτυγχάνουν «σχέσεις συνεργασίας και ανταγωνισμού». Στο ισχύον καθεστώς, όμως, οι σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης και συνεργασίας υπονομεύονται εξ ορισμού. Ανεξαρτήτως του τι πρεσβεύουν ή διακηρύσσουν τα συνταγματικά δικαιώματα, οι εισοδηματικά εξαρτημένες γυναίκες εξωθούνται, «μοιραία», στην υποταγή και στην εξαθλίωση. Η όξυνση της οικονομικής ανισότητας διαφυλετικά συνεπάγεται την de facto αποστέρηση των επιλογών των γυναικών, αφού εξοβελίζονται. Ετσι, όμως, οι πολυμέτωπες ήττες συσσωρεύονται επικίνδυνα για όλες και όλους συλλογικά.
Η κυρία Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Επικοινωνίας, αναπληρώτρια διευθύντρια ΜΠΣ «Επικοινωνία», Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.