Τον 19ο αιώνα, όταν στη Δύση ανακαλύψαμε πώς να πραγματοποιούμε ασφαλείς εγχειρήσεις καταρράκτη, δεκάδες εκ γενετής τυφλοί άνθρωποι, όλων των ηλικιών, υποβλήθηκαν σε επεμβάσεις για ν’ ανακτήσουν το φως τους. Οι ασθενείς αυτοί, γράφει στο βιβλίο του «Χώρος και Οραση» (1932) ο γερμανός γιατρός Μάριους Βον Σέντεν, δεν είχαν αίσθηση του οπτικού πεδίου. Οταν άρχισαν να πρωτοβλέπουν, ο κόσμος γύρω τους ξεχύθηκε προς τα μάτια τους με έναν τρόπο αυθαίρετο, αταξινόμητο, ανεπεξέργαστο. «Ενας ασθενής», γράφει ο Βον Σέντεν, «δεν είχε ιδέα για το βάθος· το μπέρδευε με τη στρογγυλότητα». Προσέξτε, δεν αναφερόταν στις λέξεις «βάθος» και «στρογγυλότητα», αλλά στις έννοιές τους: κάτι που εσείς θα βλέπατε βαθύ (ένα πηγάδι ενδεχομένως), εκείνος το έβλεπε στρογγυλό.
Η έννοια του βάθους και της προοπτικής ήταν εξαιρετικά δύσκολη στην επεξεργασία της. Στους πίνακες, οι σκιές δεν προσέδιδαν βάθος, παρά ήταν μόνο σκούρες κηλίδες. Πολλοί αδυνατούσαν να κατανοήσουν ότι ένα αντικείμενο που βρίσκεται πιο κοντά – και φαινόταν συνεπώς μεγαλύτερο – μπορούσε να κρύβει από πίσω του ένα άλλα αντικείμενο ή, ακόμα πιο δύσκολα, ένα μεγαλύτερο αντικείμενο που βρισκόταν απλώς πολύ μακρύτερα.
Κάτι αντίστοιχο μου φαίνεται πως συμβαίνει και στην ακοή μας όταν προσέχουμε για πρώτη φορά μια εντελώς άγνωστη γλώσσα: οι λέξεις ξεχύνονται απ’ τα στόματα σε συνεχή ροή, χωρίς διακοπές ή παύσεις και χωρίς φυσικά το ανάγλυφο του γλωσσικού τοπίου που αντιλαμβάνεται ο ομιλητής. Ούτε δευτερεύουσες προτάσεις που κρύβονται πίσω από κύριες, ούτε υποκείμενα που καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο, ούτε επίθετα-σκιές να τα καταστήσουν τρισδιάστατα. Ενα επίπεδο, συνεχές, κρυπτογραφημένο τοπίο που για άλλους κρύβει μια εντελώς διαφορετική αίσθηση του κόσμου και για εμάς τίποτα.
Πού να φανταστώ, ας πούμε, πριν μάθω να μιλώ τουρκικά, ότι οι ήχοι που άκουγα στο τέλος των (ατελείωτων, μου φαίνονταν) προτάσεων ήταν συνήθως ρήματα; Πού να φανταστώ, ακόμα περισσότερο, πώς διαμορφώνεται η συνείδηση των ομιλητών, ο τρόπος σκέψης τους, όταν σε μία γλώσσα πρέπει να περιμένεις ν’ ακούσεις το ρήμα στο τέλος για να πάρεις τη βασική πληροφορία – αδυνατώντας να αγνοήσεις τις δευτερεύουσες πληροφορίες που προηγούνται (πότε, γιατί, με ποιον κ.λπ.);
Ενδιαφέροντα όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά τι σχέση έχουν με τους πρώην τυφλούς του Βον Σέντεν – εκτός από την αίσθηση του επίπεδου αχανούς; Θα σας πω: ένας από τους ασθενείς στο «Χώρος και Οραση» χαρακτήριζε τη λεμονάδα τετράγωνη γιατί τον τρυπούσε στη γλώσσα με τον ίδιο τρόπο που τον τρυπούσαν οι γωνιές του κύβου που έβαζε στο στόμα για να καταλάβει την έννοια της ορθογωνικότητας.
Στα τουρκικά, το ρήμα έχω δεν υπάρχει. Οι Τούρκοι λένε «δικό μου σπίτι υπάρχει» (μου ανήκει) και «πάνω μου ένα βιβλίο υπάρχει» (το κουβαλώ μαζί μου). Πόσες φορές δεν έχω σκεφτεί ότι αυτός ακριβώς ο τρόπος ομιλίας πιθανόν να τους κάνει να αισθάνονται ότι καθετί που έχουν είναι παροδικό; Γιατί δεν «έχουν» τίποτα· μόνο κάτι «υπάρχει».
Ενα από τα κίνητρα της ποιητικής δημιουργίας είναι η ακριβής απαθανάτιση της αίσθησης ορισμένων στιγμών. Οι πιο πετυχημένες, κατά τη γνώμη μου, προσπάθειες χρησιμοποιούν τις λέξεις με τρόπο που απομακρύνεται από την κοινή τους νοηματοδότηση, όταν περιγράφουμε μια λεμονάδα που τρυπάει τη γλώσσα ή την παροδικότητα των σπιτιών των παιδικών μας χρόνων. Τι θέλω να πω; Οπως οι πρώην τυφλοί – μέχρι να αποκρυπτογραφήσουν τη νέα γλώσσα των ματιών τους και ο εγκέφαλός τους να μάθει ν’ αποδίδει νοήματα στο τοπίο – λειτουργούσαν σε ένα πεδίο χωρίς περιγράμματα (λέξεις), προοπτική (συντακτικό) και νόημα (κατανόηση), ίσως κι εμείς μπορούμε να βρούμε τρόπους ανανέωσης της αντίληψης του κόσμου σε μια τετράγωνη λεμονάδα ή σ’ ένα σπίτι που «υπάρχει» για εμάς, μα δεν το κατέχουμε ποτέ.
Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.