Ηταν στα πρώτα χρόνια της διαδρομής μου στο εισαγγελικό λειτούργημα. Αφορούσε σε έναν κρατούμενο στις φυλακές που επόπτευα. Ηταν ένας άνθρωπος που όσο ήταν πολίτης ξαφνικά άρχισε να χάνει το φως του. Με τον καιρό είχε ελαττωθεί πολύ η όρασή του. Εβλεπε ελάχιστα. Τότε του μπήκε στο μυαλό η ιδέα ότι επειδή δεν έβλεπε καλά, τον απατούσε η γυναίκα του. Είχαν συνέχεια καβγάδες στο σπίτι. Πολλές φορές κλήθηκε η αστυνομία μετά από καταγγελίες για απειλές και ξυλοδαρμούς. Η γυναίκα του έκανε προσπάθειες να τον πείσει ότι είχε άδικο. Οτι ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό η ιδέα να τον απατήσει με άλλον. Οτι όλα αυτά ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του εξαιτίας της αρρώστιας του. Δυστυχώς αυτός δεν πείθονταν και οι καβγάδες συνεχίζονταν. Μια μέρα πήρε το μαχαίρι και της επιτέθηκε για να τη σκοτώσει. Η γυναίκα άρχισε να φωνάζει και να σπαράζει από τον πόνο. Ετρεξαν οι γείτονες και την έσωσαν τελευταία στιγμή από τα χέρια του. Τη μετέφεραν αιμόφυρτη στο νοσοκομείο. Παρά τις μαχαιριές που δέχτηκε στο σώμα της κατάφερε να ζήσει.
Ο κρατούμενος αυτός δικάστηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Στο δικαστήριο που έγινε καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλακή.
Μέσα στη φυλακή ήταν ένας κρατούμενος με άριστη διαγωγή. Ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα ούτε στην υπηρεσία αλλά ούτε και σε συγκρατουμένους του. Ηταν πολύ εργατικός, φιλότιμος και πολύ ευγενικός. Υπόδειγμα κρατουμένου.
Οταν πέρασαν 12 χρόνια στη φυλακή, ζήτησε από το Συμβούλιο Αποφυλακίσεων να του χαριστούν τα υπόλοιπα τρία χρόνια. Είναι αυτό που αποκαλείται «απόλυση με όρο», δηλαδή έκτιση της υπόλοιπης τριετίας της ποινής του σε καθεστώς ελευθερίας. Είχε όλες τις προϋποθέσεις για αυτό. Τις τυπικές αλλά κυρίως τις ουσιαστικές. Ηταν ένας κρατούμενος με άριστη διαγωγή επί 12 χρόνια και επομένως υπήρχαν σοβαρές προοπτικές ότι θα ενταχθεί ομαλά και πάλι στην κοινωνία. Το Συμβούλιο ζήτησε να τον ακροαστεί. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή κυρίως για αυτό που έγινε με τη σύζυγό του. Το Συμβούλιο προσπάθησε να ανιχνεύσει εάν υπήρχε πιθανότητα να επαναληφθεί. Με εκείνη την αφοπλιστική ευγένειά του μας καθησύχαζε: «Μα είναι δυνατόν, κύριοι, μετά από 12 χρόνια να σκέφτομαι πάλι τα ίδια; Εκανα ένα λάθος στη ζωή μου και το πλήρωσα επί 12 χρόνια. Θέλω να ζήσω ήσυχα τα υπόλοιπα χρόνια που μου μένουν». Η αίτησή του έγινε δεκτή και αποφυλακίστηκε. Το επόμενο πρωί αφέθηκε ελεύθερος με την ευχή από τη Διεύθυνση της φυλακής για «καλή κοινωνία».
Ηταν αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας όταν μου τηλεφώνησε ο Διευθυντής της φυλακής στο σπίτι μου. Ο κρατούμενος αυτός την ίδια ημέρα που αποφυλακίστηκε, πήγε και βρήκε τη γυναίκα του και τη σκότωσε.
Το σοκ βέβαια ήταν μεγάλο. Ημασταν νέοι ακόμη στο δικαστικό σώμα και σχετικά άπειροι. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς μπορεί ένας άνθρωπος μετά από τόσα χρόνια και ιδίως χρόνια που πέρασε στη φυλακή, να έχει τέτοιο μίσος φωλιασμένο στην καρδιά του. Εγκλωβισμένο μέσα στους ατελείωτους δαιδάλους του μυαλού του. Ομως από τότε αρχίσαμε να κατανοούμε αυτό που αποκαλείται «έμφυλη βία». Ας μη γελιόμαστε: Αυτό το έγκλημα είχε στη βάση του τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας. Ηταν έγκλημα που εδράζεται στην επί χρόνια κατεστημένη θέση ισχύος του άνδρα απέναντι στη γυναίκα. Εγκλημα που είναι σύμφωνο με τα στερεότυπα που καθιερώθηκαν τόσα χρόνια. Εγκλημα που είναι σύμφωνο με την κτητική αντίληψη του άνδρα πάνω στη γυναίκα. Ηταν μια «γυναικοκτονία».
Η έννοια της «γυναικοκτονίας» εμφανίστηκε πρόσφατα στον δημόσιο λόγο και προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις. Επίσημα θεωρείται ως δολοφονία ενός ατόμου εκ μόνου του λόγου ότι είναι κορίτσι ή γυναίκα. Δίνει νόημα δηλαδή στην πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας.
Η μια πλευρά υποστηρίζει ότι γιατί να γίνεται λόγος για γυναικοκτονία τη στιγμή που υπάρχει για όλους η κοινή ανθρωποκτονία. Η άλλη πλευρά όχι μόνο υποστηρίζει την ύπαρξη των γυναικοκτονιών σαν κοινωνικό όρο αλλά απαιτεί και τη διακριτή ποινική τους μεταχείριση. Τη θέσπιση δηλαδή ξεχωριστού και προφανώς βαρύτερου εγκλήματος όταν πρόκειται για δολοφονία γυναίκας, ως αποτέλεσμα έμφυλης βίας.
Αν δούμε το πρόβλημα στη σωστή του διάσταση τότε θα πρέπει να δεχτούμε τα εξής: Η «γυναικοκτονία» υπάρχει αναμφίβολα ως ένα κοινωνικό φαινόμενο και όποιος δεν το δέχεται εθελοτυφλεί. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το 35% των γυναικών παγκοσμίως έχει υποστεί ενδοοικογενειακή ή σεξουαλική βία. Κάθε μέρα στον κόσμο, 137 γυναίκες σκοτώνονται από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους. Το 58% των 87.000 γυναικών που σκοτώθηκαν παγκοσμίως το έτος 2017, σκοτώθηκαν από άμεσους συνεργάτες, συντρόφους ή μέλη της οικογένειάς τους. Περισσότερο από το 1/3 αυτών σκοτώθηκαν από τον τωρινό ή τον πρώην σύντροφό τους. Και οι αριθμοί αυτοί αυξάνονται κατ’ έτος. Ο πρόεδρος Μακρόν αποκάλεσε την ενδοοικογενειακή βία ντροπή της Γαλλίας. Δεν είναι όμως ντροπή μόνο μιας χώρας, είναι συλλογική ντροπή της Ευρώπης και του πολιτισμού της. Είναι η παρακμή του πολιτισμού και των κοινωνιών μας.
Ομως πιστεύω ότι είναι λάθος να ζητείται θέσπιση ειδικής ποινικής αντιμετώπισης. Είναι σαν μια κοινωνία να ομολογεί θεσμικά ότι υπάρχει μια κατηγορία ατόμων που είναι εξ ορισμού ευάλωτη. Αυτό όμως δεν τιμά το γυναικείο φύλο που καθημερινά προσπαθεί να εμπεδώσει την ισότητα. Η κοινή ανθρωποκτονία ούτως ή άλλως τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Τι άλλο να προβλεφθεί. Ας αφεθεί στους δικαστές μας να εξετάσουν κάθε μία περίπτωση ξεχωριστά και να επιβάλουν τη σωστή ποινή.
Αυτό που πρέπει όμως και μπορεί να γίνει άμεσα και καθημερινά είναι η Πολιτεία, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι διάφοροι οργανισμοί και φορείς και τα σχολεία, να εντείνουν τις προσπάθειές τους ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο της έμφυλης βίας εν τη γενέσει του. Να εξαφανιστεί σαν νοοτροπία, σαν κοινωνικό στερεότυπο από την παιδική ακόμη ηλικία.
Αυτός ο κρατούμενος που αποφυλακίστηκε και σκότωσε μετά από 12 χρόνια τη γυναίκα του δεν το έκανε επειδή ήταν τυφλός στα μάτια του. Ηταν τυφλός στο μυαλό του.
Ο κ. Βασίλης Φλωρίδης είναι εισαγγελέας Εφετών.