Στις 4 Νοεμβρίου του 1920, τρεις μόνο ημέρες μετά την εκλογική ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου και τον εκλογικό θρίαμβο της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα ακολουθούσε την ίδια πολιτική στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αφού δεν επρόκειτο για μια πολιτική του Βενιζέλου αλλά για μια εθνική πολιτική. Οι διαβεβαιώσεις των αντιβενιζελικών, την ώρα που χιλιάδες έλληνες στρατιώτες μάχονταν στο μικρασιατικό μέτωπο, εμπεριείχαν σαφές μήνυμα τόσο προς το εσωτερικό αλλά κυρίως προς το εξωτερικό, τους συμμάχους της Αντάντ, πως η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρασία θα συνεχιζόταν. Επρόκειτο για σημαντική διαβεβαίωση, δεδομένου ότι η Στρατιά Μικράς Ασίας είχε μεταβεί εκεί όχι μόνο στο πλαίσιο μιας εθνικά ασκούμενης πολιτικής αλλά και ως εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ομως η πρόσληψη του μηνύματος της Αθήνας δεν υπήρξε το ίδιο ενθουσιώδης στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδίως στο Λονδίνο και στο Παρίσι, όπου επικράτησε παγωμάρα και αμηχανία. Δεν ήταν τόσο οι αντικρουόμενες πληροφορίες, αφού, σε αντίθεση με την ηγεσία τους, μεσαία και κατώτερα στελέχη των αντιβενιζελικών ζητούσαν τη διακοπή της πολεμικής περιπέτειας. Αυτά μπορούσαν, ενδεχομένως, να ερμηνευθούν στο πλαίσιο του προεκλογικού λαϊκισμού. Ηταν κυρίως το εκφρασμένο ορατό ενδεχόμενο επιστροφής του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν ανεπιθύμητος για τους Συμμάχους λόγω της στάσης που κράτησε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ετσι, μπορεί η βιτρίνα να παρέμενε η ίδια, η απόφαση συνέχισης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ωστόσο μια πιο προσεκτική ανάγνωση αναδείκνυε ξεκάθαρα τις βαθύτατες ποιοτικές μεταβολές που είχαν συμβεί. Ισως η σημαντικότερη από αυτές να ήταν πως η Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε σε πολύ μεγάλο βαθμό μια πολιτική επιλογή, πίσω από την οποία βρίσκονταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος καθώς και οι πρωθυπουργοί της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, Λόιντ Τζορτζ και Ζορζ Κλεμανσό. Από τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές, μετά τον Νοέμβριο του 1920, είχε απομείνει στο πολιτικό προσκήνιο μόνο ένας, ο βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος μάλιστα είχε να αντιμετωπίσει τη διαφορετική προσέγγιση του Ανατολικού Ζητήματος από το Foreign Office.
Κατά την άποψή μου, οι αντιβενιζελικοί – ιδίως ο Δημήτριος Γούναρης – αυτοεγκλωβίστηκαν σε μια στρατιωτική επιχείρηση, την οποία δεν πίστευαν. Από την άλλη μεριά, δεν διανοούνταν να την ακυρώσουν, φοβούμενοι τις συνέπειες λόγω της αναπόφευκτης σύγκρισής τους με τον Βενιζέλο. Αποφάσισαν λοιπόν να μην αλλάξουν πολιτική στο Μικρασιατικό, αποφεύγοντας να αναζητήσουν στρατηγικές διεξόδου από το Μέτωπο. Αντιθέτως, επιχείρησαν να πλειοδοτήσουν έναντι των βενιζελικών στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπως απέδειξαν οι επιλογές που έκαναν τους επόμενους μήνες.
Ομως προφανώς υποτίμησαν τους ευρύτερους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς, που λειτουργούσαν εις βάρος της Ελλάδας ήδη από το 1919 και είχαν «απελευθερωθεί» μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ από την άλλη δεν αντιλήφθηκαν την ενδυνάμωση του τουρκικού αντιστασιακού κινήματος που μέρα με τη μέρα εδραιωνόταν. Η ηγεσία των αντιβενιζελικών δεν υπολειπόταν σε πατριωτισμό και εθνικές ευαισθησίες έναντι των βενιζελικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, το ερώτημα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι εκείνο το μοιραίο φθινόπωρο του 1920 δεν ήταν αυτό, αλλά αν διέθεταν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά για να κατανοήσουν αρχικά και ακολούθως να μεταστρέψουν υπέρ της Ελλάδας τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των πρώην συμμάχων της Αντάντ που είχαν να κάνουν με τεράστια οικονομικά συμφέροντα, όπως τον έλεγχο των δρόμων του πετρελαίου αλλά και την παρεμπόδιση της σοβιετικής διείσδυσης στην Εγγύς Ανατολή. Είχαν να κάνουν επίσης με πισώπλατα μαχαιρώματα, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη και υπόγειες συναλλαγές, στις οποίες εμπλέκονταν μυστικές υπηρεσίες και άτομα αμφιβόλου ηθικής. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανής και δυστυχώς, εκ του αποτελέσματος, είναι αρνητική.
Δικαιολογώντας τη στάση των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων ο Ξενοφών Στρατηγός, υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, υποστηρίζει ότι οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να συνεχίσουν τη Μικρασιατική Εκστρατεία σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσουν πλήρως τους αντιπάλους τους. Κατηγορεί μάλιστα τον Βενιζέλο για ενδοτικότητα απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις, θεωρώντας ότι τον Μάρτιο του 1920, όταν η ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας ήταν πολύ ισχυρή, θα έπρεπε να δράσει αυτοβούλως παραβλέποντας τις εντολές των Συμμάχων και να συντρίψει οριστικά τους αντάρτες του Κεμάλ.
Γνώμη μου είναι πως ένα τόσο φιλόδοξο και πολυσύνθετο εγχείρημα, όπως η Μικρασιατική Εκστρατεία, θα έπρεπε να είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στα χέρια του εμπνευστή της, του Ελευθέριου Βενιζέλου. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε να αποτιμηθούν με ενάργεια οι πιθανότητες επιτυχίας της, ένα ζήτημα που έως σήμερα ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Στην πολιτική, όπως εξάλλου και στην ίδια τη ζωή, δεν είμαστε όλοι και για όλα. Ας κρατήσουμε αυτή την επισήμανση, ως υπόμνηση για το μέλλον και για όσα πρόκειται να έρθουν.
Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.