1. Σε μια από τις ελάχιστες μη αναθεωρήσιμες (άρα από τις πιο θεμελιώδεις) διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 13 § 1) κατοχυρώνεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, που είναι έκφραση της γενικότερης ελευθερίας της συνείδησης, αποτελεί δε βασικό κανόνα σε όλες τις προηγμένες έννομες τάξεις. Το ίδιο και στις διεθνείς συμβάσεις που κατοχυρώνουν «την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας». Οι πολίτες, ασκώντας την ελευθερία τους αυτή, θρησκεύονται (ή «θρησκεύουν», κατά την αρχαία διατύπωση), ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ή δεν θρησκεύονται. Την ίση μεταχείρισή τους από το Κράτος επιτάσσει η άλλη θεμελιώδης, επίσης μη αναθεωρήσιμη, συνταγματική αρχή της ισότητας όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 §1 Συντ.). Η αρχή αυτή απαγορεύει τις διακρίσεις (ευμενείς ή δυσμενείς) των πολιτών, μεταξύ άλλων και λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.
Είναι ακριβώς οι δύο αυτές συνταγματικές αρχές, της θρησκευτικής ελευθερίας και της ισότητας, που επιβάλλουν στο Κράτος να είναι, ως προς τις κρατικές του λειτουργίες που απευθύνονται σε όλους τους πολίτες, θρησκευτικά ουδέτερο. Γιατί αλλιώς το Κράτος καταλήγει σε διακρίσεις· και μάλιστα διακρίσεις σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων (που δεν υπόκεινται στην αρχή της πλειοψηφίας), διακρίσεις δυσμενείς για μειονότητες ή πολίτες που δεν θέλουν να ακολουθούν τις κρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις. Το Κράτος εκπροσωπεί εξίσου και αυτούς τους πολίτες και δεν μπορεί να ταυτίζεται με μία, οσοδήποτε μεγάλη, μερίδα του πληθυσμού. Οι φορείς κρατικής εξουσίας μπορούν φυσικά να θρησκεύονται ατομικά, όπως κάθε πολίτης, όχι όμως όταν ασκούν τα κρατικά καθήκοντά τους. Η μη τήρηση της θρησκευτικής ουδετερότητας δεν συμβιβάζεται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.