Ο σταματημένος χρόνος σε μια αυγουστιάτικη ακρογιαλιά, όπως τον βλέπουμε στις παλιές φωτογραφίες ή στις ταινίες: μια φαντασίωση αιωνιότητας, σαν το θαλασσινό φιλί του Μπερτ Λάνκαστερ και της Ντέμπορα Κερ στο «Οσο υπάρχουν άνθρωποι». Μια φέτα ασυνήθιστης πραγματικότητας με πόθους εφήμερους, ονειροπολήσεις, μεταμέλειες κάποτε, σαν τα περίλαμπρα εποχικά ηλιοβασιλέματα που ήσυχα μας προειδοποιούν ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος καθότι λίγος.
Οσοι μεγαλώσαμε στην άδολη δεκαετία του ʼ80 – εμείς που πριν έναν μήνα σπεύσαμε αδημονώντας να δούμε τον τελευταίο Ιντιάνα Τζόουνς τελώντας ανεπίγνωστα ένα ακόμα μνημόσυνο της εφηβείας μας, και θρηνήσαμε ειλικρινά τον Μίλαν Κούντερα των φοιτητικών μας χρόνων -, περάσαμε Αύγουστους μυθικούς, ζωή αδιαμεσολάβητη από κινητά τηλέφωνα, Αύγουστους ανεπιφύλακτους και εμψυχωτικούς, χωρίς καθόλου τις ειδήσεις εκείνες που επιβεβαιώνουν την ανεπάρκεια της ανθρώπινης κατάστασης. Για να χρησιμοποιήσω μια φράση της Λουίζ Γκλικ από άλλα συμφραζόμενα, ο Αύγουστος ήταν τότε μια εποχή που το μέλλον δεν ήταν αναγκαίο. Οι προτεραιότητες ήταν άλλες, όπως, λ.χ., τα δύο ολόγιομα φεγγάρια του ή οι Περσείδες που μετρούσαμε τα βράδια. Ο αβίαστος συνδυασμός ρεμβασμού και απραξίας οδηγούσε, έστω προσωρινά, σε μια παρηγορητική συμφιλίωση με την κοσμική ασημαντότητά μας. Παραμεριζόταν για λίγο η τυφλότητα του homo faber – η ακραία περιφρόνηση με την οποία περιέβαλλαν τον «βάναυσο» άνθρωπο των τεχνών και των επαγγελμάτων οι αρχαίοι Ελληνες προέκυπτε επειδή ακριβώς η εργασία του είχε συμφεροντολογική σκοπιμότητα καθιστώντας τον ανελεύθερο – και ξαφνικά η ζωή φωτιζόταν από νόημα, δηλαδή μπορούσε να ανοιχτεί στο θαύμα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος