H σημερινή επιφυλλίδα δείχνει ανεπίκαιρη. Εχει ήδη περάσει καιρός από την Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι και τα πάθη που προκάλεσε έχουν, ως συνήθως, ήδη καταπέσει. Στο ελληνικό κοινό, με το ιδιαίτερο εθνικό ενδιαφέρον για το θέμα, η ισχνή παρουσία της Ελλάδας και οι «εξτραβαγκάνζες που μπερδεύουν» ενόχλησαν. Μα η ηρεμία επανήλθε μετά την ανάκρουση του εθνικού μας ύμνου και την έπαρση της γαλανόλευκης στην Τελετή Λήξης. Σε κάθε περίπτωση η Τελετή υπήρξε ένα σημαντικό πολιτισμικό γεγονός, στο μέτρο που απέσπασε τα βλέμματα από τους ήρωες των σταδίων, τις συμμετρικές φόρμες και την παραστατική προσέγγιση για να νοηματοδοτήσει ξανά την πόλη, να αμφισβητήσει το ωραίο και το άσχημο, να απαγγείλει τον παγκόσμιο κατάλογο της νέας ηθικής. Εκείνης της συμπερίληψης και της εξίσωσης όλων των μορφών ζωής και ταυτοτήτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εγχείρημα ήταν εξόχως ιδεολογικό. Οι διοργανωτές εξ άλλου είχαν δηλώσει ότι το θέαμά τους θα είναι στρατευμένο, ότι θα διασπά όσα θεωρούν στοιχεία ψευδούς οικουμενικότητας – κάτι που υλοποιήθηκε με την ηγεμονική παρουσία της queer αισθητικής. Εξ αυτών, και στο περιβάλλον της μεγάλης έντασης για τη woke ιδεολογία, οι αντιπαραθέσεις που γεννήθηκαν από τη συγκεκριμένη «αφήγηση» εξετράπησαν σε μείζον επεισόδιο πολιτισμικού πολέμου.
Πέραν των ζητημάτων της γενικής αυτής ηθικο-πολιτισμικής σύγκρουσης, η Τελετή καταπιάστηκε με την ιστορία της Γαλλίας, την οποία θέλησε να ξανασυστήσει στα μάτια του σημερινού κόσμου. Ενός κόσμου στον οποίο μετέχει περισσότερο ως συμβολική αναφορά, ως στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού παρά ως οικονομική ή γεωπολιτική δύναμη. Οπως φάνηκε πάντως αυτή η θέση της Γαλλίας στο συλλογικό φαντασιακό του πλανήτη παραμένει κρίσιμη.
Η ανάμνηση της Γαλλίας, η εκάστοτε ανάμνησή της, με άλλα λόγια, η Γαλλία ως Ιστορία, είναι εξόχως πολιτική. Και αυτό γιατί, μαζί με τις ΗΠΑ, είναι τα κατεξοχήν πολιτικά έθνη του σύγχρονου κόσμου. Είναι εκείνα που δημιουργήθηκαν στη βάση ενός συμβολαίου που συνάπτεται μεταξύ ίσων μετεχόντων γύρω από αξίες και ιδανικά.
Η αντιδιαστολή αυτής της διατύπωσης ίσως την καταστήσει σαφέστερη στον αναγνώστη: η Γαλλία είναι πολιτικό έθνος και το δημοκρατικό της συμβόλαιο αποτελεί μέγιστη αναφορά ακόμη και σήμερα, γιατί ήρθε σε αντίθεση με οποιαδήποτε ιδέα κληρονομικής δέσμευσης των ανθρώπων. Στην πράξη, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό και είναι δεδομένο ότι η Γαλλική Επανάσταση δεν κατήργησε ούτε το παρελθόν και την κουλτούρα των Γάλλων, ούτε την έννοια και την πρακτική της κληρονομιάς.
Κατήργησε όμως την, επί χιλιετίες ριζωμένη, βεβαιότητα πως υπάρχει κάτι πριν από εμάς που μας καθορίζει. Καμία ιερή εξουσία, καμία υπερβατική αναφορά δεν μπορεί να μας κυβερνήσει, εμείς μόνον, όσοι είμαστε ίσοι, και ριγμένοι στον κόσμο τούτο, δικαιούμαστε. Η κατάργηση των προνομίων τον Αύγουστο του 1789 και η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ τον Ιανουαρίου του 1793 είναι οι εμβληματικές στιγμές αυτής της επαναστατικής αλλαγής.
Οι διοργανωτές, υπό τον στρατευμένο ιστορικό Πατρίκ Μπουσερόν, επέλεξαν όμως να απεικονίσουν σαρκαστικά την αποκεφαλισμένη Μαρία Αντουανέτα – αναπαράγοντας τον λαϊκίστικό μισογυνισμό της εποχής εκείνης που πρόβαλλε στην «αυστριακή και ηθικά διεφθαρμένη» βασίλισσα το ύστατο σύμβολο της καταπίεσης. Πέραν της παράδοξης αυτής επιλογής, προκαλεί εντύπωση η συρρίκνωση της Γαλλικής Επανάστασης στις πιο αιματοβαμμένες και ολοκληρωτικές της στιγμές, στην περίοδο της Τρομοκρατίας. Φευ.
Το οξύτατα αντιφατικό είναι άλλο: η ιερότητα, που μας καθορίζει πριν καν υπάρξει ο εαυτός μας, της οποίας η Τελετή τόσο χαρωπά ανέδειξε την καρατόμηση, ενδέχεται να επιστρέφει μέσα ακριβώς από τις ποικιλώνυμες ταυτότητες που προβάλλονται ως νέα ταυτότητα της Γαλλίας. Μικρο-ιερότητες περίκλειστων κοινοτήτων με δικούς τους θεούς και μικροβασιλιάδες και δυνάστες που υπάρχουν (ξανά) πριν από εμάς.
O κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.