Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του έθνους γεννήθηκε στον 19ο αιώνα, τον «αιώνα των εθνών», όταν σφυρηλατήθηκαν οι περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές ταυτότητες. Οι ρομαντικοί ιστορικοί συγκρότησαν τότε μια εθνική αφήγηση που «αποδείκνυε» την αιώνια και συνεχή ύπαρξη των εθνών τους, μια αφήγηση που επιβιώνει και σήμερα, ιδιαίτερα στη δημόσια ιστορία. Οι αποδείξεις για αυτή τη συνέχεια αναζητούνταν σε διαφορετικά πεδία όπως η γλώσσα, τα ήθη, ακόμη και η εξωτερική εμφάνιση. Η έννοια της συνέχειας συμπληρωνόταν από την έννοια της ενότητας: το έθνος γίνεται αντιληπτό ως μια ενιαία κοινότητα, μια μεγάλη οικογένεια την οποία συνδέουν δεσμοί αίματος. Στο εσωτερικό αυτής της κοινότητας δεν γίνονται αποδεκτοί οι «ξένοι», οι «άλλοι» με τους οποίους αναπτύσσονται σχέσεις αντιπαλότητας και εχθρότητας. Οποιαδήποτε εσωτερική σύγκρουση θεωρείται ανωμαλία, διάρρηξη των δεσμών αίματος της κοινότητας. Πώς λοιπόν αντιμετωπίζει η εθνική αφήγηση τις διασπάσεις αυτής της συνέχειας και ενότητας, αφενός την απουσία εθνικής κυριαρχίας επί αιώνες, δηλαδή την έλλειψη κρατικής υπόστασης, και αφετέρου την «παραδοξότητα» της εμφύλιας σύγκρουσης;
Πριν από την αποκατάσταση της γραμμικής, ενιαίας αντίληψης του εθνικού χρόνου, η εικόνα της εθνικής ιστορίας ήταν ασυνεχής, με κενά που αναζητούσαν μια πειστική εξήγηση. Στην ελληνική περίπτωση, με βάση την κυρίαρχη εικόνα στα βιβλία ιστορίας που κυκλοφορούσαν, το κενό που έπρεπε να καλυφθεί ήταν μεγάλο: ξεκινούσε από τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδα και έφτανε στο 1821. Για τον λόρδο Βύρωνα, όπως και για πολλούς άλλους συγχρόνους του, η Ελλάδα ήταν νεκρή: «’T is Greece, but living Greece no more!» γράφει στο διάσημο ποίημά του «The Giaour» (στ. 91). Παρόμοια ήταν και η πεποίθηση του Μακρυγιάννη που γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσεις τους πεθαμένους Ελληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή».
Η απάντηση βρέθηκε στη διάκριση ανάμεσα στην πολιτισμική και στην πολιτική συνέχεια, ανάμεσα στο έθνος και στο κράτος. Εάν για αιώνες το έθνος δεν ήταν «κυρίαρχο», δηλαδή δεν είχε δικό του κράτος, εξακολουθούσε ωστόσο να ζει ως πολιτισμική κοινότητα συχνά σε κατάσταση λήθαργου. Ερχόταν ωστόσο η στιγμή της αφύπνισης ή της παλιγγενεσίας, μια συνθήκη που αναπαριστανόταν με τις μορφές είτε της Ωραίας Κοιμωμένης είτε του Φοίνικα. Η φαινομενική αντίφαση, την οποία κλήθηκαν να διαχειριστούν οι ιστορικοί και οι διανοούμενοι του ελληνικού κράτους όταν χρειάστηκε να τεκμηριώσουν την έννοια της συνέχειας, θεραπεύτηκε λοιπόν με τη μεταφορά της ανάστασης, μια μεταφορά οικεία λόγω των θρησκευτικών της συνδηλώσεων.
Η διάσπαση της συνέχειας λόγω των εμφύλιων συγκρούσεων απαιτούσε διαφορετική διαχείριση γιατί θα έπρεπε να αιτιολογηθεί ο διχασμός στο εσωτερικό του έθνους που, σύμφωνα με τη γραμματική του εθνικισμού, ήταν ενιαίο και συμπαγές. Για την ερμηνεία της εμφυλιοπολεμικής «παραδοξότητας» έχουν επιστρατευτεί διάφορα ευρήματα με πλέον πρόσφορη την επίκληση του ξένου παράγοντα, δηλαδή της δόλιας παρέμβασης των ξένων. Τον 19ο αιώνα, με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, όταν και συγκροτείται από τους ρομαντικούς ιστορικούς η αφήγηση της συνέχειας, υπάρχουν μόνο οι εμφύλιες διαμάχες της Επανάστασης που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο και κάθε ιστορικός δίνει άλλη λύση: να μιλήσουμε για τις σκοτεινές στιγμές, για τα γεγονότα που αμαυρώνουν την ιστορία του έθνους ή να τα αποσιωπήσουμε ώστε να μην ταραχθεί η εξιδανικευτική εικόνα της εθνικής ανωτερότητας;
Εφόσον επιλεγεί ο φρονηματιστικός δρόμος, η ερμηνεία συνδέεται με τον μύθο του εθνικού χαρακτήρα. Η εθνική χαρακτηρολογία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη τον 19ο αιώνα και τη βρίσκουμε με σαφήνεια διατυπωμένη στα σχολικά βιβλία της γεωγραφίας και της ιστορίας. Αν και συνήθως η έμφαση δίνεται στις αρετές του έθνους (και στην αρχαιότητά του, φυσικά), υπάρχουν συχνά χαρακτηρισμοί που κάνουν αναφορά και σε ελαττώματα. Στις περιπτώσεις αυτές στόχος είναι ο φρονηματισμός μέσα από τον παραδειγματισμό. Η διδασκαλία της ιστορίας δεν παρέχει μόνο πρότυπα προς μίμηση αλλά και παραδείγματα προς αποφυγή.
Η παραδειγματική ιστορική διδασκαλία προϋποθέτει τη σταθερότητα της ανθρώπινης φύσης, η οποία επιτρέπει στο παρόν να αντλεί από το παρελθόν πρότυπα συμπεριφοράς. Σε εθνικό επίπεδο, η αντίληψη αυτή οδηγεί κάθε λαό στην επιβεβαίωση μέσα στο παρελθόν των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του. Αυτός είναι ο πυρήνας της έννοιας του εθνικού χαρακτήρα, που εδράζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχουν ιδιαίτερα για κάθε έθνος και σταθερά ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά. Στην ελληνική περίπτωση, ο εθνικός χαρακτήρας ερμηνεύει την εμφάνιση των εμφύλιων συγκρούσεων εφόσον η διχόνοια παρουσιάζεται ως δομικό εθνικό χαρακτηριστικό από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Παρ’ όλο που οι απόψεις αυτές δεν υποστηρίζονται πλέον επιστημονικά, επιβιώνουν διάχυτες σε εκλαϊκευμένες μορφές της ιστορίας, τη σχολική και τη δημόσια ιστορία.
H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.