Ο εθνικισμός, μαζί με τον φιλελευθερισμό, τον ριζοσπαστισμό, τον συντηρητισμό και τον σοσιαλισμό, συγκαταλέγεται στις μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές παραδόσεις του ύστερου 18ου και του 19ου αιώνα. Με την εξαίρεση του συντηρητισμού, όλα αυτά τα μεγάλα ιδεολογικοπολιτικά σχήματα επικαλούνταν την παγκοσμιότητα και την καθολικότητα αξιών όπως η ατομική ελευθερία, η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη για να θεμελιώσουν, κατ’ αρχήν, μια θέση αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης μέσα στην οποία αρθρώνονταν.
Η εθνική ιδεολογία, ειδικότερα, προβάλλει την ιδιαίτερη αξία και μοναδικότητα του κάθε έθνους και προασπίζει το δικαίωμά του να υφίσταται και να αναγνωρίζεται ως τέτοιο μέσα σε ένα διεθνές σύστημα. Αυτό διασφαλίζεται με την επίτευξη της πολιτικής αυτονομίας του έθνους, νοούμενης ως κυριαρχίας μέσα στα όρια ενός ανεξάρτητου κράτους, το οποίο αποτελεί μέρος του κόσμου εθνών-κρατών. Ωστόσο, ο κόσμος μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κόσμος αυτοκρατοριών. Η κατάρρευσή τους μετά το τέλος του πολέμου, η αρχή της αυτοδιάθεσης και η ανάδυση μιας πλειάδας εθνών-κρατών, στην Ευρώπη αρχικά και μετά στον κόσμο ολόκληρο, αποτέλεσαν τη βάση για τις πρώτες μελέτες για τον εθνικισμό και το εθνικό φαινόμενο.
Αυτές οριοθέτησαν ένα διεπιστημονικό πεδίο έρευνας και έδωσαν το έναυσμα έντονου επιστημονικού διαλόγου μεταξύ ιστορικών κυρίως, αλλά και κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων, ανθρωπολόγων ή φιλοσόφων. Ο συγκεκριμένος διάλογος γνώρισε μια «χρυσή εποχή» κατά τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του ’00 και συνεχίζεται με λιγότερη ένταση σήμερα. Οι συμμετέχοντες όμως δεν έχουν καταφέρει να ορίσουν με έναν κοινό τρόπο το αντικείμενο ούτε έχουν πετύχει να δομήσουν μια ενιαία, ή κυρίαρχη έστω, θεωρία για το τι και το πώς του εθνικού φαινομένου. Αλλοι θεωρούν ότι η εθνική ιδεολογία απορρέει από το έθνος και άλλοι, εντελώς αντίθετα, υποστηρίζουν ότι το έθνος γεννάται από την εθνική ιδεολογία.
Η ιδεολογία είναι καρπός της κοινότητας ή η κοινότητα είναι γέννημα της ιδεολογίας; Αλλοι φωτίζουν τη σκοτεινή πλευρά του εθνικισμού που σπέρνει τον πόλεμο και την καταστροφή ενώ άλλοι επισημαίνουν τη χειραφετητική λειτουργία του και τη συμβολή του στην ανάδειξη της ταυτοτικής διαφοράς που αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό του νεότερου και σύγχρονου κόσμου. Αυτό για το οποίο κανείς δεν αμφιβάλλει είναι η πρωτεϊκότητα του εθνικού φαινομένου και η πολυσθένεια της ιδεολογίας που το συνέχει. Γεγονός είναι ότι ο εθνικισμός (αυτός είναι ο όρος που κυριαρχεί στην επιστημονική συζήτηση, παρά τα αρνητικά φορτία που τον βαραίνουν στον δημόσιο λόγο και παρά την παραμυθία που ενέχει σημασιολογικά ο συγγενής όρος «πατριωτισμός») αντιμάχεται τη μονοσήμαντη θεωρητική τιθάσευση γιατί μπορεί και συναρθρώνει μεταξύ τους ιδέες, αισθήματα και μορφές πολιτικής δράσης με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στον χώρο και στον χρόνο – προς απογοήτευση των πολιτικών ελίτ που ζητούν επιστημονικές «συνταγές» για να επιλύσουν υπαρκτά, και όχι θεωρητικά, προβλήματα. Αυτό που θα ήθελαν να μάθουν οι πολιτικοί δεν είναι το ίδιο με αυτό που θέλουν να μάθουν οι (κοινωνικοί) επιστήμονες.
Στις κοινωνικές επιστήμες προέχει η κατανόηση του προβλήματος ενώ η καθολική σύλληψη των καταστατικών σχέσεων που διέπουν μία πραγματικότητα ή ένα φαινόμενο του κοινωνικού βίου θεωρείται αδύνατη. Αρα, η απουσία μιας ενιαίας θεωρίας και η συν-ύπαρξη εναλλακτικών θεωρητικών σχημάτων για τα έθνη και τους εθνικισμούς δεν πρέπει να μας παραξενεύει: είναι φαινόμενο εγγενές στον χώρο των κοινωνικών επιστημών.
Η συζήτηση λοιπόν για το εθνικό φαινόμενο δεν έχει τελειώσει. Απεναντίας, τροφοδοτείται από την ανάδυση νέων μεθοδολογικών και ερμηνευτικών παραδειγμάτων που στη γλώσσα της ιστοριογραφίας διεθνώς ονομάζονται «στροφές». Το στοιχείο αυτό έχει ανανεώσει τον προβληματισμό που μας απασχολεί εδώ. Η στροφή στην παγκόσμια ιστορία, για παράδειγμα, μας έχει βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι φορείς της εθνικής ιδεολογίας, όπως και κάθε άλλης, «συνομιλούν» από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο ανταλλάσσοντας ιδέες, συναισθήματα, αντιλήψεις ή σχέδια πολιτικής δράσης.
Είναι παράδοξο που ο Μουσολίνι ξιφουλκούσε ενάντια στη «μαλθακότητα των αστών» στη μεσοπολεμική Ιταλία αλιεύοντας ιδέες του ιαπωνικού εθνικισμού για το πολεμικό ήθος των Σαμουράι (bushido); Καθόλου. Ο εθνικισμός είναι απρόβλεπτα διεθνικός κι αυτό είχε υποτιμηθεί από παλαιότερες μελέτες. Ενα άλλο παράδειγμα έρχεται από τη λεγόμενη «στροφή προς τη μνήμη». Η έμφαση που δίνεται από τις σπουδές μνήμης (memory studies) στις αναπαραστάσεις και επιτελέσεις του παρελθόντος έχει εμπλουτίσει και διευρύνει το ενδιαφέρον των μελετητών του εθνικισμού για τον ρόλο που διαδραματίζουν οι απεικονίσεις, τα μνημεία, τα μουσεία, οι τελετές, οι ενδυμασίες οι επέτειοι, και οι αναβιώσεις στη διαμόρφωση της εθνικής μνήμης και, κατά συνέπεια, στη σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας. Κι όμως το πώς μια εθνική ταυτότητα μπορεί να βιωθεί από τα μέλη της κοινότητας ως αίσθημα, όχι απλά ως ιδεολογία, δεν είχε απασχολήσει σοβαρά τη συντριπτική πλειοψηφία των παλαιότερων ερευνητών. Θα μπορούσαμε στην ίδια προοπτική να αναφερθούμε στις σπουδές του φύλου, στη χωρική ιστορία, στις ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες και άλλου: η γνώση για τα έθνη και τους εθνικισμούς διαμεσολαβείται πια από νέα πεδία.
Ο κ. Μάριος Χατζόπουλος είναι ιστορικός.