Τους τελευταίους μήνες ο μέσος τηλεθεατής έρχεται σε επαφή με συχνές και «πυκνές» τηλεοπτικές αναλύσεις γύρω από την τουρκική εξωτερική πολιτική προς την Ελλάδα. Υπεραναλύονται οι πιθανότητες ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ Αθηνών και Αγκυρας – δίχως ασφαλώς να γίνεται αναφορά στο ότι η συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας εμπίπτει στο πλαίσιο του ατυχήματος, ή του τυχαίου και του απρόβλεπτου, γεγονός που καθιστά αδύνατη την οποιαδήποτε πρόβλεψη. Υπεραναλύεται ο αφηγηματικός βερμπαλισμός της τουρκικής κυβέρνησης, ακόμη και ο πλέον αδιάφορος Ελληνας περί τα διεθνή γνωρίζει το τι είναι η «Γαλάζια Πατρίδα», ή το πόσες φορές ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου αναφέρθηκε στο Αιγαίο σε ομιλία που είχε στη Στρατιωτική Ακαδημία στην Αγκυρα, δίχως να παρουσιάζεται η ασημαντότητα που πολλές τέτοιες δηλώσεις προσφέρουν. Ο μέσος Ελληνας, δίχως να διαθέτει γνώση μεθοδολογίας ή την επιστημολογική κατάρτιση στη Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, γίνεται κοινωνός μικροπληροφοριών που οδηγούν στην παραπληροφόρηση και στον πανικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι κοινωνικές τάσεις υπό συνθήκες σύγχυσης να λειτουργούν ως μηχανισμοί πίεσης προς τη θεσμική αρχή που είναι επιφορτισμένη με την τόσο ευαίσθητη αλλά και κρίσιμη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αυτή με τη σειρά της να ακολουθεί την εύκολη λύση της συμπόρευσης με την κοινή γνώμη.
Κι όμως, οι κομβικές στιγμές της Ιστορίας χρειάζονται πολιτικές ηγεσίες και ακαδημαϊκές ελίτ που να στέκονται με πείσμα απέναντι στην ευκολία του λαϊκισμού και της υπεραπλούστευσης ώστε να εξυπηρετηθεί το συλλογικό κοινό καλό. Η μεγάλη εικόνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς την Ελλάδα επικεντρώνεται στην οικοδόμηση πολιτικών με στόχο την αύξηση των φθοροποιών πιέσεων προς την ασθενική ελληνική οικονομία μέσω της ανόδου του κόστους της αποτροπής. Ενας πόλεμος συμβατικής διάστασης – που κάποιοι προφητεύουν με ακρίβεια δεκαπενθήμερου εδώ και δεκαετίες – δεν μπορεί να λάβει χώρα στο Αιγαίο. Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και η διεθνής πολιτική δεν κινείται στο κενό με αποτέλεσμα η Αγκυρα να γνωρίζει ότι οι συνέπειες μιας τυχόν πολεμικής εμπλοκής με την Αθήνα θα έχουν μεγάλο χρονικό βάθος και ένταση. Η Ελλάδα δεν είναι μόνη της και η Ανατολική Μεσόγειος προσελκύει το εύλογο ενδιαφέρον όλων των κομβικών παικτών της διεθνούς σκακιέρας με πρώτο και κύριο αυτό των ΗΠΑ. Ενας συμβατικός πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα αποτελούσε το τέλος της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, με αρνητικές επιπτώσεις και για την κεντρική δομή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Γίνεται κατανοητό επομένως ότι μια τέτοια αρνητική προοπτική για τις Ελληνοτουρκικές ανάγεται στη σφαίρα του ανέφικτου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.