Θα περίμενε κανείς ισχυρότερα αντανακλαστικά κατά της ακροδεξιάς σε μια ήπειρο, όπως η Ευρώπη, που καταστράφηκε από τον ολοκληρωτισμό στη δεξιά και αριστερή μορφή του. Ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ενωση που θεμελιώθηκε πάνω στο δημοκρατικό κριτήριο «για να λέει «όχι» τόσο στον κομμουνισμό όσο και στον φασισμό». Φαίνεται ότι μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ η ΕΕ επαναπαύτηκε στην ήττα της μιας απειλής και ξέχασε την άλλη. Αλλά δεν την ξέχασε η απειλή. Αυτό προδίδουν η ανθεκτικότητα των εκλογικών ποσοστών ακροδεξιών κομμάτων στα εθνικά κοινοβούλια και στην Ευρωβουλή τις δύο τελευταίες δεκαετίες και η ραγδαία εξάπλωση της ρητορικής τους.

Εκτός από τα γνωστά παραδείγματα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, πρόσφατα η Ιταλία απέκτησε πρωθυπουργό που προέρχεται από ένα εθνικιστικό-λαϊκιστικό, κατά άλλους καθαρά ακροδεξιό κόμμα, ενώ στο πρότυπο του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, τη Σουηδία, η νέα κυβέρνηση στηρίζεται στο ακροδεξιών καταβολών κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών. Στη Γαλλία αναζητούν τον διάδοχο του Εμανουέλ Μακρόν που θα αντιμετωπίσει τη Μαρί Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2027, ενώ η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στις εκλογές του 2021 ψηφίστηκε από περίπου 4,8 εκατομμύρια γερμανούς πολίτες χάνοντας μόλις 2,3%. Στο Eυρωκοινοβούλιο και στα μισά εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ-27 το ποσοστό τέτοιων κομμάτων κινείται σταθερά γύρω στο 10%.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω