Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι να με ξυπνάνε στον βαθύ ύπνο, να με τυλίγουν σε μια τραχιά κουβέρτα που μου έγδερνε το μάγουλο και να μου λένε ότι με κατεβάζουν στο «καταφύγιο» (καινούργια λέξη).
Μαζί να ακούω και τις σειρήνες που ουρλιάζανε μέσα στο σκοτάδι. Από τότε όποτε ακούω σειρήνες ανατριχιάζω.
Το καταφύγιο δεν ήταν άλλο από το πλυσταριό μας που είχε έναν αρκετά μεγάλο χώρο για να φιλοξενήσει εμάς, τους ενοίκους του ισογείου και άλλους τρεις γείτονες. Ο απέναντι ειδικός (καθηγητής στο Πολυτεχνείο, όπως έμαθα αργότερα) είχε γνωματεύσει ότι το σπίτι που μέναμε, διώροφο, νεόδμητο, από «μπετόν αρμέ» (νέες λέξεις), ήταν το ασφαλέστερο της γειτονιάς.
Τελικά δεν ήταν πραγματικός «συναγερμός» (νέα λέξη) αλλά δοκιμή. Αυτό το μάθαμε μετά. Και σιγά-σιγά συνηθίσαμε στην ιδέα πως ήταν αλήθεια αυτό που έλεγαν, ότι οι εχθροί δεν επρόκειτο να βομβαρδίσουν την Αθήνα. Ετσι σε λίγο αρχίσαμε να αγνοούμε τους συναγερμούς.
Είμαι πέντε χρόνων, και μόλις έχει ξεκινήσει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ξέρω καλά τι θα πει πόλεμος, κάθε μέρα τον παίζω με τα στρατιωτάκια μου, άλλα πλακέ από μολύβι κι άλλα πιο ωραία, από κάτι σαν πλαστικό. Δεν το ξέρω τότε, αλλά αυτά φορούσαν γερμανικές στολές. Εχω και ένα φρούριο (που στην αρχή το έλεγα «φλούριο») που (κι αυτό δεν το ήξερα τότε) ήταν μεσαιωνικό. Με τάφρο γύρω-γύρω, πύργους και πυργίσκους, τείχη και προμαχώνες. Τώρα, τι γύρευαν γερμανοί μοτοσικλετιστές να εισβάλουν σε μεσαιωνικό κάστρο, μόνο η φαντασία μου το ήξερε.
Ωστόσο ο πραγματικός πόλεμος ήταν διαφορετικός από τον δικό μου. Στην αρχή έμοιαζε με μεγάλο πανηγύρι. Ομάδες-ομάδες νέων πήγαιναν να καταταγούν τραγουδώντας και ζητωκραυγάζοντας. Ο ενθουσιασμός ήταν ολοκληρωτικός και κολλητικός. Για πότε κυκλοφόρησαν τα τραγούδια του πολέμου, δεν το κατάλαβα. Κι εμείς τα παιδιά τραγουδούσαμε:
«Με το χαμόγελο στα χείλη / παν οι φαντάροι μας μπροστά! / και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι…».
Γενικά οι Ιταλοί εμφανίζονταν σαν δειλοί και αστείοι, κοκορόφτεροι που τους έπαιρνε φαλάγγι ο τσολιάς σε όλες τις γελοιογραφίες. Το άλλο μας αγαπημένο τραγούδι ήταν το «Κορόιδο Μουσολίνι». Μεγάλο γλέντι!
Κάπου βέβαια στα βουνά της Αλβανίας άνθρωποι πέθαιναν από σφαίρες ή από το κρύο, ακρωτηριάζονταν από τραύματα ή κρυοπαγήματα. Αλλά αυτό τον πόλεμο δεν τον νιώθαμε – ιδιαίτερα εμείς τα παιδιά.
Νίκες γιορτάζαμε, πόλεις άγνωστες γνωρίζαμε: Πρεμετή, Αργυρόκαστρο, Αγιοι Σαράντα…
Οι μανάδες μας πλέκανε κάλτσες και πουλόβερ για τη «Φανέλα του Στρατιώτη». Οι κοπέλες καρφίτσωναν στο πλεκτό και σημειώματα με γλυκόλογα για τους φαντάρους.
Φίλες της μητέρας μου έγιναν εθελόντριες νοσοκόμες. Πέρασαν κι από το σπίτι και με εντυπωσίασαν με τα κολλαριστά τους καλύμματα.
Τις νύχτες, παρά τις απαγορεύσεις, ανεβαίναμε στις ταράτσες να δούμε τις αερομαχίες. Νέες λέξεις: τροχιοδεικτικά, αντιαεροπορικά, δέσμες προβολέων που διασταυρώνονταν πάνω στα αεροσκάφη. Είχαμε μάθει και τα ονόματά τους: θυμάμαι τα Μέσερσμιτ, τα Στούκας και τα Σπιτφάιρ. Παρακολούθησα τη μεγάλη αερομαχία πάνω από τον Πειραιά με δεκάδες αεροσκάφη. Πού να ξέρω πως ήρωας αυτής της μάχης ήταν ο μετέπειτα αγαπημένος συγγραφέας όλων των παιδιών, ο πανύψηλος Ρόαλντ Νταλ, τότε πιλότος της RAF.
Πρώτη φορά κατάλαβα πόσο βαρύ και σοβαρό πράγμα ήταν ο πόλεμος όταν είδα τους Γερμανούς να μπαίνουν στην Αθήνα. Μια μηχανή από ανθρώπους. Ξαφνικά σφίχτηκε το στομάχι μου. Από τον ενθουσιασμό πέρασα στο άγχος και στην κατάθλιψη.
Και μετά ήρθε ο χειμώνας του ’41 και οι άνθρωποι που φωνάζανε «πεινάω» ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα σπίτια μας. Κι εμείς μέσα πεινούσαμε περισσότερο ακούγοντάς τους. Και δεν είχαμε ούτε μπομπότα να τους δώσουμε.
Τότε έπαψα να παίζω με τα στρατιωτάκια μου…