Οι εξετάσεις για το Πιστοποιητικό Επάρκειας Γνώσεων για Πολιτογράφηση, που έγιναν εφέτος πρώτη φορά, δίνουν την ευκαιρία να αποτιμήσουμε τον ρόλο τους σε κοινωνικοϊστορική πλαισίωση. Παρά τους ενδοιασμούς που διατυπώθηκαν για το περιεχόμενό τους, εκλαμβάνονται από την κοινή γνώμη ως αναγκαίες. Σήμερα κυριαρχεί άλλωστε η αντίληψη ότι η ιδιότητα του πολίτη παρέχεται στη βάση ειδικών προαπαιτουμένων, εφόσον συνεπάγεται προνόμια και δικαιώματα (και όχι μόνο υποχρεώσεις, που επωμίζονται συχνά και όσοι δεν είναι ακόμη πολίτες).
Ωστόσο, οι εθνικές κοινότητες στις οποίες εισχωρούν οι εκτός ήταν κατά τον 19ο αιώνα γεωγραφικά μεν οριοθετημένες, αλλά όχι τόσο ομοιογενείς πολιτισμικά (με τις ποικίλες σημασίες αυτού του νεφελώδους όρου που συχνά περιλαμβάνει και τη γλωσσική ομοιογένεια). Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η παγκοσμιοποίηση ευνόησε αφενός την ανομοιογένεια, ειδικότερα τις μετακινήσεις και τις πολλαπλές ταυτότητες, καθιστώντας όλο και συνηθέστερη τη διπλή υπηκοότητα και διευρύνοντας τα κριτήρια πολιτογράφησης (εξ αίματος, τόπου γέννησης, γάμου, χρόνου μόνιμης παραμονής και εκπαίδευσης, ηλικίας κ.λπ.). Αφετέρου, όμως, τα εθνικά κράτη κατέκτησαν μεγαλύτερη ομοιογένεια, κυρίως μέσα από τη διεύρυνση της εκπαίδευσης, του κράτους και των μέσων ενημέρωσης. Το πιο εμφανές (και ίσως επιφανειακό επί της ουσίας) στοιχείο αυτής της ομοιογένειας είναι ο γραμματισμός σε μια κοινή γλώσσα. Αυτό ισχύει παρά τις δύο τουλάχιστον συχνά επίσημες γλώσσες και την αυξημένη προφορική πολυγλωσσία των αστικών κέντρων (π.χ. οι μαθητές/τριες του Λονδίνου μιλούν σπίτι τους περίπου 300 συνολικά γλώσσες). Στα προαπαιτούμενα πολιτογράφησης προστέθηκε έτσι όλο και συχνότερα η πολιτισμική ενσωμάτωση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.