Το φαινόμενο της εκλογικής αποχής απασχολεί την εκλογική έρευνα από υπάρξεώς της. Η αποχή επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: από το είδος της εκλογικής αναμέτρησης, την υποχρεωτικότητα ή όχι της ψήφου και την ύπαρξη κυρώσεων στους εκλογείς που δεν συμμετέχουν, τη συχνότητα των εκλογικών αναμετρήσεων καθώς παρατηρείται «εκλογική κόπωση» όταν οι ψηφοφόροι καλούνται πολύ συχνά στις κάλπες στη διάρκεια ενός εκλογικού κύκλου, από την ύπαρξη ή όχι διευκολύνσεων όπως είναι η επιστολική ψήφος, για την οποία υπάρχουν ευρήματα – αν και όχι ακλόνητα – ότι αυξάνει την εκλογική συμμετοχή.

Η υψηλή εκλογική συμμετοχή είναι ένα στοιχείο που ταυτίζεται με την καλή ποιότητα της δημοκρατίας. Επίσης, όσο υψηλότερη είναι η πολιτική εμπιστοσύνη τόσο υψηλότερη αναμένεται να είναι και η εκλογική συμμετοχή. Βέβαια τα πράγματα στην πολιτική δεν είναι μαύρο-άσπρο και χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες του ευρύτερου πλαισίου – η συγκυρία, τα θέματα πολιτικής, τι απασχολεί τους πολίτες – ώστε να κατανοηθούν τα μοτίβα της εκλογικής συμπεριφοράς που ωθούν τους ψηφοφόρους να πάρουν μέρος στις εκλογές ή να απόσχουν.

Ενας από τους πιονιέρους της εκλογικής έρευνας στην Ευρώπη, ο καθηγητής Ρούντολφ Βίλντενμαν, είχε ισχυριστεί ότι ένα πολύ υψηλό ποσοστό εκλογικής συμμετοχής αποτελεί ένδειξη ιδεολογικής ταραχής παρά μέριμνα του πολίτη για τη δημοκρατία (βλ. Rudolf Wildenmann, Η εκλογική έρευνα. Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και ανάλυση εκλογών, πρόλογος – μετάφραση – σχόλια Βασιλική Γεωργιάδου, εκδ. Παπαζήση, 1998).

Η συμμετοχή στις εκλογές δημιουργεί κόστος εφόσον απαιτεί πληροφόρηση, επένδυση χρόνου, μετακίνηση και γι’ αυτό μια λογική κόστους-οφέλους μπορεί να είναι ένας παράγοντας που θα κρίνει τη συμμετοχή στις εκλογές περισσότερο από τον βαθμό πολιτικού ενδιαφέροντος ή την αποστολή ενός μηνύματος προς τους κυβερνώντες.

Οχι ότι τα παραπάνω απουσιάζουν από τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο των απεχόντων, όμως τα μοτίβα που κρύβονται πίσω από τη στάση της αποχής δεν είναι ενιαία. Αυτό καταδεικνύεται από μια πρόσφατη πανελλαδική έρευνα του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ (διαθέσιμη στον ιστότοπο του Ιδρύματος https://gr.boell.org/el) και της Κάπα Research που πραγματοποιήθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου 2024 και σκοπό είχε να ακτινογραφήσει το φαινόμενο της αποχής στις τελευταίες εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023. Από την έρευνα προέκυψε ένα ποσοστό αποχής που κυμαίνεται στο 41%, οι 16 ποσοστιαίες μονάδες του οποίου αφορούν αποχή από τις εκλογές για πρακτικούς λόγους και οι υπόλοιπες 25 αναφέρονται σε μια πράξη αποχής ως συνειδητή επιλογή.

Το μέγεθος της αποχής για πρακτικούς λόγους είναι πάντα ευδιάκριτο στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ωστόσο, αυτό το 16% των εκλογέων που εντοπίζεται στη συγκεκριμένη έρευνα είναι σημαντικά μεγαλύτερο από ό,τι συνήθως καταγράφεται, γεγονός που μπορεί να σχετίζεται με τη διεύρυνση της ανάγκης για περισσότερες εκλογικές διευκολύνσεις στην εποχή μετά την πανδημία, με αφετηρία την οποία η εξ αποστάσεως εργασία και επικοινωνία έχει σημαντικά αυξηθεί.

Μεταξύ αυτών που δεν ψήφισαν για πρακτικούς λόγους, ένα 16% θεωρεί ότι η ύπαρξη εκλογικών διευκολύνσεων όπως η επιστολική ψήφος αλλά και διευκολύνσεις προς τους ετεροδημότες θα μπορούσαν να αυξήσουν την εκλογική συμμετοχή, ενώ μεταξύ των φηφισάντων ένα 6% δίνει την αντίστοιχη απάντηση. Ενα ενδιαφέρον στοιχείο αφορά τον χώρο του Κέντρου, με τους αυτοτοποθετούμενους στην περιοχή αυτή να εμφανίζουν μεν υψηλή εκλογική συμμετοχή αλλά και υψηλή αποχή για πρακτικούς λόγους, γεγονός που καθιστά εύλογη την εικασία ότι περαιτέρω εκλογικές διευκολύνσεις θα συνέβαλλαν στην αύξηση της συμμετοχής των κεντρώων ψηφοφόρων.

Σε ό,τι αφορά το 25% του δείγματος που απείχε από συνειδητή επιλογή, το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι με εξαίρεση το χάσμα φύλου (οι γυναίκες απέχουν σημαντικά περισσότερο από τους άνδρες) δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές σε σύγκριση με εκείνο το τμήμα των ψηφοφόρων που συμμετείχε στις εκλογές. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τα διακυβεύματα πολιτικής, με την ιεράρχηση των σημαντικότερων ζητημάτων πολιτικής να μη διαφοροποιείται μεταξύ όσων συμμετείχαν και όσων απείχαν από επιλογή, ενώ για καμία από τις δύο αυτές κατηγορίες πολιτών το μεταναστευτικό ζήτημα δεν εμφανίζεται ως ένα σημαντικό ζήτημα. Αν κάτι είναι πράγματι διακριτό στους απέχοντες από επιλογή είναι ότι ο μέσος όρος εμπιστοσύνης στους θεσμούς εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερος (18%) από ό,τι στους απέχοντες για πρακτικούς λόγους (30%) και στους συμμετέχοντες (28%). Το ίδιο διακριτή είναι και η γνώμη ότι τα κόμματα δεν διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους που επιλέγεται από το διπλάσιο ποσοστό απεχόντων (35%) από ό,τι ψηφισάντων (19%).

Τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι η στάση της εκλογικής αποχής ως μια στάση επιλογής ενισχύεται από το έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης στο οποίο η λαϊκιστική ρητορική έχει κατεξοχήν ασκηθεί στην ενίσχυσή του ισοπεδώνοντας πλασματικά τις διαφορές ανάμεσα στα κόμματα και ενισχύοντας τη δυσπιστία στους θεσμούς. Δείχνουν επίσης ότι μετά την εμπειρία της πανδημίας οι διευκολύνσεις για συμμετοχή στις εκλογές είναι αναγκαίο να διευρυνθούν.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).