Πού είναι οι δημόσιοι διανοούμενοι που είχαμε τον παλιό καλό καιρό; Οταν σήμερα γίνεται λόγος για αυτούς, υποτίθεται ότι αφορά την παρακμή τους. Δεν υπάρχει πια ένας Σαρτρ ή μια Μποβουάρ, ένας Παζολίνι ή ένας Τζέιμς Μπόλντουιν. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί η φιγούρα του δημόσιου διανοουμένου συσχετίζεται σχεδόν πάντα με αυτή την αίσθηση παρακμής. Θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς και ποια πρόσωπα που θα αποτελούσαν μέρος ενός γενικότερου διαλόγου γράφουν σήμερα.
Διαβάστε επίσης:
Διανόηση – Το Βήμα / Νέες Εποχές
H διανόηση ως νέος ακτιβισμός – Της Εφης Γαζή
Ενας παγκόσμιος στοχαστής – Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
Για να παρακάμψουμε το σύνολο των συνηθισμένων εντυπώσεων και εικασιών γύρω από τον δημόσιο διανοούμενο, ας του δώσουμε μια άλλη ονομασία. Ας μιλήσουμε για γενικές διάνοιες.
Υπάρχει ένα διάσημο κείμενο του Μαρξ, γνωστό ως «Απόσπασμα περί των μηχανών» στο οποίο κάνει λόγο για τη «γενική διάνοια». […] Με δυο λόγια, η γενική διάνοια αποτελεί την προσπάθεια του Μαρξ να στοχαστεί πάνω στον ρόλο της διανοητικής εργασίας εντός της παραγωγικής διαδικασίας.
Προς το παρόν ας θέσουμε το πρόβλημα του δημόσιου διανοουμένου σε σχέση με τη γενική διάνοια. Ισως η ιστορία της παρακμής του δημόσιου διανοουμένου να έχει να κάνει με την απορρόφηση της διανοητικής εργασίας στην παραγωγική διαδικασία. Δεν πρόκειται για προσωπική αποτυχία των σημερινών δημόσιων διανοουμένων να αρθούν στο ύψος των θρυλικών κριτηρίων του παρελθόντος. Οι σημερινοί διανοούμενοι εργάζονται εντός ενός διαφορετικού συστήματος, το οποίο τους εντάσσει στη διαδικασία άντλησης αξίας από το έργο τους με πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο. Και να θέλει κανείς, δεν μπορεί να γίνει ένας Σαρτρ ή μια Μποβουάρ.
Ας ακολουθήσουμε για λίγο το παράδειγμα αυτών των τελευταίων: είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν από την πένα και τη γραφομηχανή τους. Υπήρχε μια πολιτισμική βιομηχανία βασισμένη στα μαζικά έντυπα. Υπήρχε ένα ραγδαία εξαπλωνόμενο πεδίο ανώτατης παιδείας που παρήγαγε αναγνώστες για τα έργα τους. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι ίδιοι ήταν επίσης προϊόντα ενός εκλεκτού εκπαιδευτικού συστήματος σε χώρες που το γεγονός αυτό χάριζε ακόμη μια αύρα κύρους και την αίσθηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που απέρρεαν από αυτό. Βέβαια, τα παραπάνω αποτελούν μια πρόχειρη σκιαγράφηση, το βασικό επιχείρημα όμως είναι ότι η διανοητική εργασία σήμερα γίνεται σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Θα ήταν αδύνατον να γράφει κανείς σήμερα βιβλία που να συνιστούν διανοητική πρόκληση και να ζει από αυτά. Σήμερα χρειάζεται κανείς μια κανονική δουλειά, συνήθως στο πανεπιστήμιο.
Και το πανεπιστήμιο δεν είναι πια αυτό που ήταν. Αντί να αποτελεί διακριτό θεσμό που να παράγει τις ηγεσίες μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, έχει γίνει το ίδιο επιχείρηση. Το ακαδημαϊκό έργο οφείλει να λειτουργήσει εντός συστημάτων διαχείρισης που είναι παράγωγα άλλων ειδών διαχείρισης της διανοητικής εργασίας. Ποσοτικοποιείται και στρωματοποιείται. Μεγάλο μέρος του έργου του γίνεται ρουτίνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις το πανεπιστήμιο μοιάζει να φαντάζεται ότι μπορεί να προχωρήσει άνετα χωρίς τις παραδοσιακές πειθαρχίες που προήγαγαν τον στοχασμό για ιστορικά, κοινωνικά ή πολιτικά γεγονότα.
[…] Αντί όμως να μείνουμε στις συνήθεις αφηγήσεις περί δημόσιων διανοουμένων, ας μιλήσουμε καλύτερα για γενικές διάνοιες. Με τον όρο αυτόν εννοώ κάτι διαφορετικό από τη γενική διάνοια του Μαρξ, αν και θα μπορούσαν αυτά τα δύο να συνδέονται. Με τον όρο «γενικές διάνοιες» εννοώ πρόσωπα που κατά βάση εργάζονται με επιτυχία στον ακαδημαϊκό χώρο, επιχειρούν όμως μέσω του έργου τους να πραγματευτούν γενικότερα προβλήματα της σημερινής παγκόσμιας συνθήκης.
Αποτελούν, από τη μια πλευρά, μέρος της γενικής διάνοιας, ως εργαζόμενοι που στοχάζονται, μιλούν και γράφουν, των οποίων η εργασία εμπορευματοποιείται και πωλείται. Είναι, όμως, από την άλλη πλευρά γενικές διάνοιες ως προς το ότι επιχειρούν να γράψουν, να στοχαστούν και να δράσουν, ακόμη, εντός και ενάντια στο ίδιο το σύστημα της εμπορευματοποίησης που έχει βρει πλέον τον τρόπο να τους ενσωματώσει. Επιχειρούν να πραγματευτούν μια γενική κατάσταση στην οποία βρίσκονται πολλοί άνθρωποι σήμερα. Και επιχειρούν να το κάνουν με διανοητικά εργαλεία, με την εξειδίκευση, με την ικανότητα και την πρωτοτυπία τους.
Η κυρία Μακένζι Γουόρκ είναι καθηγήτρια Μέσων Ενημέρωσης και Πολιτισμικών Σπουδών στη New School της Νέας Υόρκης.
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή του βιβλίου της «General Intellects. Twenty-One Thinkers for the Twenty-First Century» (εκδ. Verso, 2017).