Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ (Midterms) για τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και τους 35 από τους συνολικά 100 γερουσιαστές ήταν αυτή τη φορά ιδιαίτερα κρίσιμες. Μια θριαμβευτική νίκη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος θα σηματοδοτούσε κυρίως δικαίωση της ακραίας ρητορικής του Ντόναλντ Τραμπ και θα έστρωνε το χαλί για την εκ νέου ανάδειξή του σε υποψήφιο πρόεδρο των Ρεπουμπλικανών για τις εκλογές του 2024. Ευτυχώς, όμως, τα εκλογικά αποτελέσματα διέψευσαν εκτιμήσεις και δημοσκοπήσεις: το περίφημο «κόκκινο κύμα» υπέρ των Ρεπουμπλικανών δεν ήρθε ποτέ, αρκετοί εκλεκτοί του Τραμπ και ιδίως αρνητές του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2020 υπέστησαν ήττα, την ώρα δε που γράφονταν αυτές οι γραμμές έμοιαζε πιο πιθανό οι Δημοκρατικοί να κερδίσουν τη Γερουσία και οι Ρεπουμπλικανοί τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Φαίνεται ότι στην κάλπη βάρυνε αρκετά το δικαίωμα στην άμβλωση, ενώ η άρνηση του εκλογικού αποτελέσματος του 2020, ως τραμπικό πολιτικό πρόταγμα, μοιάζει να μην είχε την αναμενόμενη απήχηση. Γιατί, ωστόσο, υπήρξε τόσο έντονη ανησυχία προ των εκλογών στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς;
Εδώ και καιρό το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει απομακρυνθεί από βασικές δημοκρατικές αρχές και ρητούς ή άρρητους κανόνες διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού. Ιδίως από την εποχή του «κινήματος του τσαγιού» (Tea Party) το κόμμα άρχισε να διολισθαίνει προς έναν ακραίο και μισαλλόδοξο λόγο. Επιδόθηκε, πρωτίστως, σε μια συστηματική προσπάθεια απόλυτης δαιμονοποίησης του πολιτικού αντιπάλου, αντιμετωπίζοντάς τον συχνά ως εχθρό της πατρίδας, ακόμη δε και ως μη γνήσιο Αμερικανό, όπως συνέβη με την περίπτωση Ομπάμα και τη συνωμοσιολογία που αναπτύχθηκε σε σχέση με την υπηκοότητά του, τον τόπο γέννησής του κ.ο.κ. και η οποία είχε ασφαλώς ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Συναφώς, στο ίδιο πνεύμα, οι Ρεπουμπλικανοί παρεμπόδισαν πεισματικά κάθε προσπάθεια πολιτικής συνεννόησης σε βασικά ζητήματα, όπως λ.χ. η έγκριση του προϋπολογισμού ή ο διορισμός ανώτατων δικαστών. Τα τελευταία, δε, χρόνια ο Τραμπ, με την ένοχη ανοχή ή και ενεργό στήριξη κορυφαίων στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ανήγε σχεδόν τα πάντα σε ζήτημα διαχείρισης της εξουσίας χωρίς καμία ηθική αξιολόγηση των επιμέρους χειρισμών, εκφράζοντας διαρκώς μια απαρέσκεια προς τα θεσμικά αντίβαρα και μια δίψα για απόλυτη εξουσία και συντριβή του πολιτικού αντιπάλου. Ετσι, μέσα στον χρόνο, δημιουργήθηκε μια βαθιά πολιτική και κοινωνική διαίρεση, η οποία κορυφώθηκε στις 6.1.2021 με την εισβολή των τυφλωμένων από μίσος οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο. Η εισβολή αυτή είναι γεγονός με τεράστια συμβολική σημασία. Το έδαφος για την εξέλιξη αυτή είχε προετοιμαστεί μεθοδικά από τον ίδιο τον Τραμπ. Τη στιγμή δε της εκλογικής ήττας, εκείνος ενήργησε σαν ένας εντελώς ανερμάτιστος αγκιτάτορας, αμφισβητώντας ευθέως ένα πεντακάθαρο εκλογικό αποτέλεσμα – που ελέγχθηκε όσο κανένα άλλο στην εκλογική ιστορία των ΗΠΑ. Εδώ ξεπεράστηκε πλέον κάθε όριο δημοκρατικής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Οι ΗΠΑ, με πρωταρχική ευθύνη των Ρεπουμπλικανών, πορεύονται δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, την ολισθηρή πλαγιά της σταδιακής υπονόμευσης της δημοκρατίας εκ των έσω, όπως αυτή έχει εναργώς περιγραφεί στο εξαιρετικό βιβλίο των Levitsky/Ziblatt «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες». Οι διαπιστώσεις και προβλέψεις των δύο καθηγητών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ μπορεί να μοιάζουν δυστοπικές, αλλά είναι απολύτως ρεαλιστικές και ακριβείς.
Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες λοιπόν; Ως γνωστόν, υπάρχουν, κατ’ αρχάς, οι παραδοσιακοί τρόποι, οι ξαφνικοί θάνατοι: δικτατορίες, πραξικοπήματα, πολεμικές εισβολές κ.ο.κ. Υπάρχουν, εν τούτοις, και οι πιο ανεπαίσθητοι, οι σταδιακοί θάνατοι μιας δημοκρατίας: ένας ηγέτης πρώτα καταλαμβάνει την εξουσία με δημοκρατικό τρόπο, δηλαδή με εκλογές, αλλά στη συνέχεια διαβρώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς εκ των έσω και επιτυγχάνει έτσι την επ’ αόριστον παραμονή του στην εξουσία. Τα ιστορικά παραδείγματα εδώ πολλά και γνωστά: εκτείνονται από τον Χίτλερ μέχρι τον Πούτιν και τον Ερντογάν. Σημείο αναφοράς είναι, σήμερα, ακριβώς οι διάφοροι ανά τον κόσμο αυταρχικοί ηγέτες, που με ποικίλα μέσα επιχειρούν τη σταδιακή εγκαθίδρυση αυταρχικών ή ημι-δημοκρατικών καθεστώτων.
Οι Levitsky/Ziblatt καταγράφουν με σαφήνεια τους παράγοντες εκείνους που μαρτυρούν ότι κάτι δεν πάει καλά στη δημοκρατική λειτουργία μιας χώρας. Εδώ συγκαταλέγονται κυρίως οι ακόλουθοι παράγοντες: οι νομοθετικές παρεμβάσεις στους κανόνες διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας (gerrymandering – φαινόμενο που παρατηρείται έντονα στις ΗΠΑ)· η προσπάθεια ελέγχου της Δικαιοσύνης και ιδίως των ανώτατων δικαστηρίων· η αδρανοποίηση θεσμικών αντιβάρων (όπως λ.χ. οι ανεξάρτητες αρχές)· η συγκέντρωση υπερεξουσιών στα χέρια της εκτελεστικής λειτουργίας· η προσπάθεια ελέγχου της ενημέρωσης και περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου· η συστηματική και απόλυτη δαιμονοποίηση του πολιτικού αντιπάλου και, συναφώς, της έννοιας του πολιτικού συμβιβασμού· η άρνηση αποδοχής ενός δυσμενούς εκλογικού αποτελέσματος. Οσο περισσότερα από τα στοιχεία αυτά συντρέχουν τόσο μεγαλύτερη ανησυχία δικαιολογείται, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος για μια δημοκρατία. Γι’ αυτό και καλό είναι να ανησυχεί και να αντιδρά κανείς ήδη από τα πρώτα εκφυλιστικά συμπτώματα, προτού να είναι αργά.
Η εγρήγορση της κοινωνίας των πολιτών και ο πολιτικός ακτιβισμός είναι απολύτως απαραίτητα μέσα άμυνας απέναντι σε τέτοια εκφυλιστικά φαινόμενα. Η υπονόμευση της δημοκρατίας εκ των έσω αντιμετωπίζεται με ενάσκηση των βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων που μας εξασφαλίζει το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Το παράδειγμα των ΗΠΑ μάς διδάσκει ότι θα πρέπει, επίσης, τα μεγάλα κόμματα να θέτουν αμέσως στο περιθώριο ακραίες ή μισαλλόδοξες φωνές που αναπτύσσονται εντός τους, να επιδεικνύουν διάθεση συνδιαλλαγής, να μπορούν να προβαίνουν ακόμη και σε επώδυνες υποχωρήσεις σε ιδεολογικά ζητήματα και, προεχόντως, να θέτουν σε πρώτη μοίρα τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών και των θεμελιωδών κανόνων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού. Οπως τονίζουν και οι Levitsky/Ziblatt, είναι σημαντικό οι πολιτικές δυνάμεις, χωρίς να εγκαταλείπουν τις πεποιθήσεις τους, να παραβλέπουν προσωρινά τις μεταξύ τους διαφωνίες, με σκοπό τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού τόξου που θα λειτουργεί σαν ασπίδα έναντι των εχθρών της δημοκρατίας. Παράλληλα, είναι κοινός τόπος πλέον παγκοσμίως (ύστερα από εμπειρίες, όπως η εκλογή Τραμπ, το Brexit κ.ο.κ.) ότι θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τη μείωση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων και ιδίως για τη στήριξη περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων.
Η κατάσταση στις ΗΠΑ, όπως και σε άλλες χώρες, δείχνει ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία περνάει σοβαρή κρίση. Η μάχη για την προάσπισή της έναντι της διολίσθησης στον αυταρχισμό μάς αφορά όλους. Το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ προσφέρει μια αχτίδα αισιοδοξίας, αλλά δεν επιτρέπει εφησυχασμό.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.