Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων πολλών επιμέρους κοινωνικών ομάδων οι οποίες έχουν πλέον ωριμάσει και αρθρώσει λόγο αλλά και διεκδικήσεις. Ούτε η δημοκρατία ούτε τα δικαιώματα και η διεκδίκησή τους έχουν στατικό χαρακτήρα, αντιθέτως εξελίσσονται αντανακλώντας την κάθε εποχή και, ιδανικά, προσθέτοντας και όχι υπονομεύοντας κεκτημένα, ασχέτως αν δυστυχώς φαίνεται ότι τίποτα δεν είναι προφανές και δεδομένο.
Είναι γνωστό ότι πολλές από τις κατακτήσεις αυτών των ομάδων ξεκίνησαν από τα δικαστήρια, καθώς μαζί με τη δημοκρατία αναπτύχθηκε και εμπεδώθηκε το Κράτος Δικαίου, αυτό που μας προφυλάσσει τόσο από την κατάχρηση εξουσίας όσο και από την παγίδα του νομικού, και όχι μόνο, λαϊκισμού.
Σταδιακά, κάποιες από αυτές τις κατακτήσεις άρχισαν να ενσωματώνονται στην έννομη τάξη ως δικαιώματα: Από την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών μέχρι τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, από τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία μέχρι την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ομως ακόμα και όταν τα δικαιώματα κατοχυρώνονται νομικά δεν σημαίνει ότι αυτομάτως γίνονται σεβαστά στην πράξη, ή ότι ο σεβασμός αυτός διασφαλίζεται στο διηνεκές. Η διεκδίκησή τους έχει αποδειχθεί ότι είναι μια διαρκής διαδικασία που δεν σταματά και δεν πρέπει να σταματά.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι πρόσφατες εξελίξεις στις ΗΠΑ σχετικά με το δικαίωμα στην άμβλωση και στην αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος, η πανδημία και τα ηθικά διλήμματα με τα οποία μας έφερε αντιμέτωπους, η ερμηνεία, από ορισμένους, της ελευθεροτυπίας ως ανεξέλεγκτης λασπολογίας, εξύβρισης και συκοφαντίας, αποτυπώνουν τη συνεχή πρόκληση, τη μόνιμη ανάγκη για επαγρύπνηση και τον αέναο επαναπροσδιορισμό ορισμών και ορίων.
Τα δικαιώματα εξάλλου δεν εξαντλούνται στη νομική τους αποτύπωση, αλλά έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή μας ζωή, την καθορίζουν αλλά και καθορίζονται από αυτήν. Αναπόφευκτα, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και κυρίως βιώνουμε τη δημοκρατία είναι σχεδόν πάντοτε ελλειμματικός και συνοδεύεται από ένα αίσθημα ανικανοποίητου, και το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό συμβαίνει είτε ανήκεις στην πλειονότητα είτε σε μειονότητα. Και εδώ ελλοχεύει ο μεγάλος κίνδυνος της απαξίωσης της δημοκρατίας: Αφού δεν μας φέρθηκε εκείνη όπως πρέπει (ή όπως νομίζουμε εμείς ότι πρέπει), γιατί να της φερθούμε εμείς;
Η συνωμοσιολογία, ο ευρωσκεπτικισμός, η υπονόμευση του Κράτους Δικαίου, η άκριτη αμφισβήτηση των θεσμών, η «απειλή» που κάποιες φορές νιώθει η πλειονότητα από την απόκτηση δικαιωμάτων από μειονότητες μειοψηφία και που εκφράζεται με απειλή (χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά), ο λόγος μίσους, η α λα καρτ αντίληψη της δικαιοσύνης, η αποχή από δημοκρατικές διαδικασίες όπως οι εκλογές ο εξτρεμισμός, η άνοδος των άκρων είναι μερικές από τις εκφάνσεις απαξίωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ειδικά δε η επίκληση ενός «κοινού περί δικαίου αισθήματος» και η ανάδυσή του ως νέο θέσφατο (κι όμως τόσο παλιό και προβληματικό) οδηγεί σε έναν ολισθηρό και σίγουρα κατηφορικό δρόμο, καθώς είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για να μην κατοχυρωθούν τα δικαιώματα επιμέρους κοινωνικών ομάδων. Δυστυχώς, συχνά αυτοί που το επικαλούνται στα αλήθεια υπονομεύουν τα δικαιώματά τους, τα οποία θα αποτύγχαναν στο «τεστ» του «κοινού περί δικαίου αισθήματος».
Η δημοκρατία στην Ελλάδα μπορεί να αποκαταστάθηκε πριν 48 χρόνια αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρήζει διαρκούς προστασίας, ότι δεν είναι ευάλωτη. Και εδώ, όλα τα φιλελεύθερα άτομα, όλα τα δημοκρατικά κόμματα, όλοι οι θεσμοί που συνθέτουν το δημοκρατικό οικοδόμημα, θα πρέπει, παραμερίζοντας πρόσκαιρα συμφέροντα και απέχοντας από τον τοξικό λόγο, να αναλογιστούμε το χρέος μας: Να διεκδικούμε χωρίς να υπονομεύουμε.
Ο κ. Νικόλας Γιατρομανωλάκης είναι υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού.