Τον Αύγουστο που μας πέρασε, στη μεθόριο του Eβρου, συνέβησαν πολλά μυστήρια και στενάχωρα πράγματα. Δεν τα γνωρίζουμε καλά, όμως ένας ενημερωμένος και καλοπροαίρετος πολίτης μπορεί, μήνες μετά, να αντιληφθεί ότι η χώρα δέχθηκε μια σχεδιασμένη επικοινωνιακή επίθεση μέσα από ένα ψευδές γεγονός. Τη συνειδητή εγκατάλειψη – από την πλευρά των ελληνικών αρχών – μιας ομάδας ανήμπορων προσφύγων σε μια ελληνική νησίδα. Εγκατάλειψη απάνθρωπη που επέφερε τον θάνατο ενός μικρού κοριτσιού και την εφιαλτική παραμονή, για μέρες, των γονιών του πλάι στο νεκρό του σώμα. Το γεγονός αποδείχθηκε ψευδές και εν πολλοίς σκηνοθετημένο από δυνάμεις που δεν έχουν εντοπιστεί επακριβώς – η ΕΥΠ ήταν μάλλον απασχολημένη με άλλα… Ψευδές γιατί μπορεί το άταφο κορίτσι να μην υπήρξε και η νησίδα να μην ήταν ελληνική, μα και σχετικά αληθοφανές γιατί πολλά παιδιά έχουν υποφέρει και πεθάνει στην προσπάθεια των γονιών τους να περάσουν πάση θυσία τα ελληνικά-ευρωπαϊκά σύνορα. Πολλοί άνθρωποι έχουν ταλαιπωρηθεί και κυρίως έχουν εργαλειοποιηθεί με τον χυδαιότερο τρόπο από ιδιοτελείς διακινητές, από εξίσου ιδιοτελείς – μα και φανατικούς ιδεολόγους – των ανοικτών συνόρων και από τον ερντογανικό αυταρχισμό. Ο ζόφος της προσφυγικής εμπειρίας είναι λοιπόν μια πραγματικότητα αρκετά ισχυρή ώστε να μπορεί κανείς να πλέξει πάνω της τα πιο πιστευτά ψέματα.
Την ψευδή αυτή υπόθεση κάποιοι την ενορχήστρωσαν, κάποιοι τη σκηνοθέτησαν και κάποιοι την υλοποίησαν, εκθέτοντας αδύναμους ανθρώπους σε κίνδυνο, μετατρέποντας τη δυστυχία τους σε ηθοποιία και επιστρατεύοντας μια εκ Γερμανίας τουρκάλα influencer για να κάνει τη floor manager του εφιάλτη. Σημαντικότερο όλων, ορισμένοι μέσα στο σύστημα της παγκόσμιας επικοινωνίας αποφάσισαν να την «υποδεχθούν» και να αντηχήσουν το «ανθρωπιστικό» της μήνυμα κατά της βάναυσης Ελλάδας. Μεγάλοι ευρωπαϊκοί οργανισμοί όπως το «Spiegel», με την αυταρέσκεια της – μάλλον συζητήσιμης – εγκυρότητάς τους, έδωσαν περαιτέρω πειστικότητα στην ψευδή καταγγελία. Η Ελλάδα, για εκείνη την παγκόσμια κοσμοπολίτικη ελίτ που συγχέει το άλγος της μετανάστευσης με τις χαρές του city break και των «ισταγραμμικά ορθών» ταξιδιών της, ήταν και πάλι μια εμμονική χώρα. Αυτή τη φορά επειδή επιμένει να προσπαθεί να έχει σύνορα με την Τουρκία.
Ορισμένοι άξιοι έλληνες δημοσιογράφοι [Βασιλική Σιούτη («Lifo»), Γιάννης Σουλιώτης («Καθημερινή»)] κονιορτοποίησαν το ψεύδος και αποκάλυψαν τη σκηνοθεσία του. Μήνες μετά το ψευδο-συμβάν, το γερμανικό περιοδικό οπισθοχώρησε από τα καταγγελτικά του ρεπορτάζ. Αρκετοί μάλιστα χάρηκαν που, παρά την έντεχνη αποφυγή οποιασδήποτε συγγνώμης, το «Spiegel» «κατέβασε» τις επίμαχες αναρτήσεις του. Η μικρή νεκρή Μαρία είχε ψηφιακά εξαφανιστεί. Το ψέμα του ψευδούς θανάτου είχε πεθάνει.
Υπάρχει όμως λόγος ικανοποίησης απ’ αυτό;
Υπάρχει, αν αποδεχθούμε την ψηφιακή υπερπραγματικότητα ως ισοδύναμη της πραγματικότητας, του χώματος, του νερού, των σωμάτων, της γης, της ζωής. Και υπάρχει, αν θέλουμε να αποκαθάρουμε το γνωστικό μας πεδίο από όλα τα ψέματα που εγγράφηκαν σε αυτό. Αν θέλουμε μαζί με το ψέμα να χαθεί και ο μηχανισμός που το παρήγαγε και που το κοινολόγησε. Οπως το 1989 που η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΝ αποφάσισε να κάψει μαζικά τους φακέλους κοινωνικών φρονημάτων, τα πειστήρια των αντικομμουνιστικών διώξεων και της ανελευθερίας. Να τους κάψει γιατί έλεγαν ψέματα.
Τότε, λίγοι ιστορικοί είχαν εναντιωθεί στην πυρά λέγοντας απλά: «Μας στερείτε το δικαίωμα να γράψουμε, στο μέλλον, μια μεγάλη ιστορία του (κρατικού) ψέματος». Κάτι παρόμοιο ίσως να πρέπει να πούμε και σήμερα.
Ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ.