Η κυβέρνηση δηλώνει ότι συνομιλεί με την τουρκική ομόλογό της, προκειμένου να επιτύχει τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, ιδιαίτερα όσον αφορά την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Αυτό δημιουργεί ένα πολύ σοβαρό ερώτημα: Ποια εξουσιοδότηση έχει λάβει η κυβέρνηση για να προχωρήσει σε μια τέτοια διευθέτηση; Μια διευθέτηση, δηλαδή, η οποία, με βάση και τις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη για «υποχώρηση», προφανώς θα αφίσταται σημαντικά απ’ όσα η χώρα μας διακήρυττε μέσω όλων των προηγούμενων κυβερνήσεών της ως πάγιες ελληνικές θέσεις; Είναι προφανές πως ουδεμία παρόμοια εξουσιοδότηση υφίσταται. Το κυβερνών κόμμα στο προεκλογικό του πρόγραμμα ή στις προεκλογικές του διακηρύξεις, ζητώντας την ψήφο των Ελλήνων, ουδέποτε ανέφερε περί «υποχωρήσεων». Συνεπώς, ακόμη και αν κατέληγε σε μια συμφωνία με την Τουρκία που θα επικυρωνόταν από την τρέχουσα πλειοψηφία της Βουλής, αυτή δεν θα ήταν ούτε πολιτικά ούτε ιστορικά νομιμοποιημένη – με όποιες τραγικές συνέπειες μπορεί να είχε κάτι τέτοιο.
Παράλληλα, στον δημόσιο διάλογο πληθαίνουν οι απόψεις κυβερνητικών συνοδοιπόρων που καλούν τους Ελληνες να αντιληφθούν (χωρίς ωστόσο να διευκρινίζουν τι ακριβώς υποστηρίζουν οι ίδιοι) πως, επιτέλους, «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη», πως «το Αιγαίο είναι κλειστή θάλασσα» (πάγια τουρκική θέση) και πως «ένας πόλεμος θα είναι καταστροφικός». Δυστυχώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για απόψεις οι οποίες μεταφέρουν τη σύγχυση που υπάρχει στο πνεύμα των φορέων τους στην κοινή γνώμη. Διότι μπορεί να είναι γεγονός πως το ελληνικό κοινό είναι παραπληροφορημένο από δημαγωγία και αδολεσχία δεκαετιών, έχοντας διαμορφώσει μια διογκωμένη αντίληψη για το τι είναι «εθνικά δίκαια» και τι «εφικτός στόχος».
Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται στο ότι, σχετικά με την εγκατάλειψη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη της πάγιας ελληνικής θέσης για διεθνή διαιτησία και την προσχώρησή της στην τουρκική άποψη για διμερή «πολιτική» διευθέτηση, οι κυβερνητικοί απολογητές δεν διευκρινίζουν δύο σημαντικά σημεία: πρώτον, εάν οι «υποχωρήσεις» πρέπει να γίνουν διότι η Τουρκία είναι πολύ ισχυρή, ή διότι δεν έχουμε το δίκιο με το μέρος μας στα σημεία που θα πρέπει να υποχωρήσουμε και, δεύτερον, ποια είναι τα όρια πέραν των οποίων δεν μπορούμε να «υποχωρήσουμε» χωρίς να καταρρεύσουμε ως έθνος και ως εθνικός χώρος. Με αυτά τα δύο κενά όμως στη συλλογιστική, δεν μπορεί να υπάρχει εθνική στρατηγική.
«Ορθολογική πολιτική είναι αυτή η οποία προσπαθεί να επιτύχει το μεγαλύτερο όφελος με τις λιγότερες τριβές και απώλειες, λαμβάνοντας όμως υπόψη της και το στοιχείο του κινδύνου.»
Είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν προσέρχεται στο τραπέζι του διαλόγου για να θεραπεύσει την ιδέα του Δικαίου. Η Τουρκία είναι επεκτατική δύναμη και δεν το κρύβει – το γράφει και στα σχολικά της εγχειρίδια. Αυτό είναι το βασικό μήνυμα του κ. Ερντογάν όταν ομιλεί στους οπαδούς του. Οι υποστηρικτές της διευθέτησης των ελληνοτουρκικών θεμάτων μέσω διμερούς «διαλόγου», συνεπώς, δεν έχουν δικαίωμα αυτό να το παρασιωπούν και να προσπαθούν να καλλιεργήσουν στην ελληνική κοινή γνώμη την ψευδαίσθηση πως υπάρχουν πιθανότητες μιας «έντιμης συνεννόησης». Γενικά στη ζωή είναι άηθες ψεύδος ο ισχυρισμός ότι όλα τα προβλήματα στον κόσμο έχουν μια άρτια και ιδανική λύση, ή και ο ισχυρισμός ότι μπορεί κανείς να πορεύεται στην εξωτερική πολιτική χωρίς να διατρέχει και χωρίς να αναλαμβάνει κινδύνους. Ο ελληνικός λαός ίσως να έχει μια πολύ ρομαντική αντίληψη για το μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί η ελληνική ΑΟΖ, αλλά αντιλαμβάνεται εντελώς αντικειμενικά ότι δεν μπορείς να ασκήσεις εξωτερική πολιτική χωρίς να διατρέχεις κίνδυνο και χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο δυναμικής αντιπαράθεσης. Ορθολογική πολιτική είναι αυτή η οποία προσπαθεί να επιτύχει το μεγαλύτερο όφελος με τις λιγότερες τριβές και απώλειες, λαμβάνοντας όμως υπόψη της και το στοιχείο του κινδύνου.
Πράγματι, πρέπει να επιδιώξουμε τη διευθέτηση των διαφορών μας με την Τουρκία. Πρέπει όμως να το κάνουμε με έναν τρόπο που θα είναι ειρηνικός, δίκαιος και αποδεκτός όχι μόνο από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών αλλά και από τους λαούς και τις κοινωνίες τους. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, από τον λαό και την κοινωνία της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει κανέναν λόγο, και κανένα δικαίωμα, να συζητά με την τουρκική κυβέρνηση για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Κανένας Ελληνας δεν εξουσιοδότησε τον κ. Μητσοτάκη και τον κ. Γεραπετρίτη να οριοθετήσουν το μέλλον της χώρας καθήμενοι στο ίδιο τραπέζι με τον κ. Ερντογάν και τον κ. Φιντάν. Εκείνο που πρέπει να συζητήσει μαζί τους ο κ. Μητσοτάκης, και να επιμείνει δυναμικά και πειστικά, είναι το να παραπεμφθεί η «διαφορά» (ή και κάποιες ίσως άλλες «διαφορές» – αλλά όχι όλες οι τρέλες που η Τουρκία συνεχώς προσθέτει στον «κατάλογο») στη διεθνή διαιτησία. Και αυτό που θα αποφασίσει η διεθνής διαιτησία αυτό θα οφείλουν να εφαρμόσουν, επακριβώς, οι δύο χώρες προκειμένου να υπάρξει ειρήνη μεταξύ τους.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η διεθνής διαιτησία δεν πρόκειται να αποδώσει το 100% όσων θεωρούμε ως εθνικά δίκαια. Αυτό όμως που θα αποδώσει θα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας πολύ πιο νόμιμο, πολύ πιο δίκαιο και πολύ πιο ανθεκτικό στον χρόνο από μια «οριοθέτηση» που θα έκανε η παρούσα ελληνική κυβέρνηση συνομιλώντας με την κυβέρνηση της Τουρκίας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.