Σε τηλεοπτικές συζητήσεις, και μάλιστα πολύ συχνά, διάφοροι τόνοι υπερθετικοί, είτε των επιθέτων είτε των ουσιαστικών, την άκριτη προσοχή μας διεκδικούν. Και – δραματοποιώντας ό,τι έχουν να μας πουν – τη θυμική μας συγκατάθεση επιδιώκουν να υφαρπάζουν. Στην κυριολεξία το ελεγκτικό μας χρέος προσπαθούν να παρακάμψουν και ένα παρωχημένο εθνοκεντρικό ηδονισμό να υπηρετήσουν.
Προχθές όμως, και μιλώντας σε κάποια εκπομπή για τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια, υποδείχθηκε από μια έμπειρη κυρία της πολιτικής πράξης – και πρέπει ιδιαίτερα αυτό να υπογραμμισθεί – ότι αυτού του τύπου οι καταπραϋντικές αντιδράσεις δεν ωφελούν. Δεν το είπε με όλα αυτά τα παραπάνω περίπλοκα. Παίρνοντας αφορμή από όσα άκουγε για την ένδοξη της χώρας μας πορεία, τοποθετήθηκε κατ’ εξοχήν πολιτικά. Και έχοντας πλήρη γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος στη συνολική του διάσταση απήντησε ότι «δεν μ’ αρέσει να μιλάμε για πρωτοκαθεδρίες». Η φράση επέχει θέση εθνικής νουθεσίας σε ό,τι αφορά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Και μάλιστα για μια περιοχή, τα Βαλκάνια, όπου οι διάφορες εθνικές ευαισθησίες ιστορικά εγκατεστημένες επικαθορίζουν τη δημόσια στάση όχι μόνο των κοινωνιών, αλλά και των ηγετών. Στα Βαλκάνια μάλιστα που ενώ από τη μια πλευρά ζητούν την ένταξή τους σε ένα υπερκείμενο συμπολιτειακό ευρωπαϊκό σύστημα, ταυτόχρονα κάποιοι δεν χάνουν ευκαιρία να διεκδικούν οτιδήποτε θα έκανε τους μεν να δείχνουν ανώτεροι από τους δε.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος