Ο Μίκης Θεοδωράκης αποτελούσε μία από τις τελευταίες γέφυρες που μας συνδέουν απευθείας, χωρίς παρακαμπτηρίους, με την πολιτισμική ανάταση και την πολιτική άνθηση της δεκαετίας του ’60. Το έκανε με τρόπο πηγαίο και άμεσο, απότοκο της μουσικής, των ιδεών και της δράσης του, αλλά και του συσχετισμού των περιστάσεων της ζωής του με τις καμπές του αιώνα του. Διαχωρισμούς μεταξύ δοκιμίου, πολιτικών κειμένων και προσωπικών αφηγήσεων συναντά κανείς επανειλημμένα στην πληθώρα των αυτοβιογραφικών γραπτών που κατέλιπε, με την αλληλοπεριχώρηση όμως πάντοτε να καιροφυλακτεί. Τη βρίσκει κανείς από τους τόμους του Πού να βρω την ψυχή μου… (εκδ. Ιανός) ως εκείνους που σαφώς επιγράφονται Μίκης Θεοδωράκης. Ο πολιτικός (εκδ. «Το Βήμα» / Alter Ego). Πιο χαρακτηριστικά και πιο συγκροτημένα, όμως, στους Δρόμους του αρχάγγελου.
Εκδοτικό γεγονός όταν πρωτοεμφανίστηκαν, το 1986, στις εκδόσεις Κέδρος (σήμερα κυκλοφορούν σε δίτομη έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, όπως και η τρίτομη αντίστοιχη του πιο ημερολογιακού Χρέους), οι Δρόμοι του αρχάγγελου κατά τον συγγραφέα τους δεν ήταν καν απομνημονεύματα. Σε αυτές τις περισσότερες από 1.200 αυτοβιογραφικές σελίδες, ωστόσο, ο Θεοδωράκης απιστεί προς τον εαυτό του: «Ξώφαλτσα, θα λέγαμε, θα βρεθώ στην ανάγκη να αναφερθώ σε κάποια γεγονότα, σε κάποια δράση εξωμουσική», δηλώνει, επιδιώκοντας να εστιάσει στις συνθήκες της σύνθεσης των τραγουδιών και των συμφωνικών έργων του. Καθώς όμως η δημιουργία δεν διαχωρίζεται από τη ζωή, το έργο αποβαίνει τελικά κιβωτός μνήμης. Η αφήγηση κυλά ορμητικά από τα παιδικά χρόνια ως την Αντίσταση, το ΕΑΜ, τα Δεκεμβριανά, την εξορία, τις σπουδές στο Παρίσι, τις μεγάλες συνθέσεις των δεκαετιών του ’50 και του ’60, τη Νεολαία Λαμπράκη, την παρανομία και τη σύλληψη από τη Χούντα. Στην αυτοψία του αυτή ανοίγει ένα πολύ ευρύτερο πεδίο από αυτό που αρχικά χαράσσει, σχηματίζοντας σιγά-σιγά ένα ψηφιδωτό τόπων, ανθρώπων, ηθών, νοοτροπιών – αλλά και μικρών καθοριστικών στιγμών που εντυπώνονται στον νου: πώς ο ίδιος προτιμούσε το «Μιχαήλ» και θεωρούσε «αληθινό κουσούρι» το «Μίκης»· πώς ανακαλεί τη μέρα της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη («Ηταν Κυριακή πρωί, εγώ σαν έκτακτος μουσικός, έπαιζα τις καμπάνες στη «Φανταστική Συμφωνία» του Μπερλιόζ. Μια μουσική αφιερωμένη σε έναν φανταστικό ήρωα. Μόνο που εκείνη την ημέρα δεν ήταν καθόλου φανταστικός»)· πώς συνειδητοποιεί πικρά τη διάστιξη μεταξύ «κομματικής εξουσίας» και «λαϊκού κινήματος».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος