Στις 17 Σεπτεμβρίου 2024 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε στην υπόθεση Pindo Mulla ότι η Ισπανία παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) επειδή τα δικαστήριά της δεν δικαίωσαν μια μάρτυρα του Ιεχωβά στην οποία είχε γίνει μετάγγιση αίματος κατά τη διάρκεια εγχείρησης παρά την αντίθεσή της ασθενούς σε αυτή την πρακτική λόγω της θρησκευτικής της πίστης. Ειδικότερα, κατά την ιατρική της μεταχείριση δόθηκε η άδεια γι’ αυτή την ιατρική πράξη επειδή η τελευταία χαρακτηρίστηκε ως επείγουσα και έτσι δεν ακολουθήθηκε το σύνηθες πρωτόκολλο για την παροχή συναίνεσης.
Κατά το ισχύον δίκαιο, τόσο εθνικό όσο και διεθνές (για παράδειγμα, τη Σύμβαση του Οβιέδο), βάσει μιας δέσμης θεμελιωδών δικαιωμάτων (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προστασία της ιδιωτικής ζωής, αυτονομία, θρησκευτική ελευθερία), κάθε ιατρική πράξη πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνον μετά από ενημέρωση του ασθενούς και ελεύθερη χορήγηση της συναίνεσής του για την επιτέλεση των συγκεκριμένων ιατρικών πράξεων.
Ετσι, ακόμη και αν η αποχή από κάποια ιατρική πράξη – εν προκειμένω μετάγγιση αίματος – συνεπάγεται τον θάνατο του ασθενούς, αυτή του η απόφαση, εφόσον είναι βασισμένη σε ελεύθερη βούληση βάσει ενημέρωσης για τις συνέπειες, πρέπει να γίνεται δεκτή. Αυτά, βεβαίως, δεν ισχύουν για τους ανηλίκους, για τους οποίους θα πρέπει να υπερέχει η προστασία της ζωής τους και να μη γίνεται δεκτή τυχόν άρνηση των γονέων ή κηδεμόνων τους, επιφέρουσα τον θάνατό τους ή τη σοβαρή βλάβη της υγείας ή της σωματικής τους ακεραιότητας.
Η έννομη τάξη οφείλει να προστατεύει τα ανήλικα άτομα, ακόμη και σε αντίθεση προς τη βούληση των γονέων τους, ιδίως δε τα μικρότερα παιδιά, η βούληση των οποίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμη ελεύθερη και ανόθευτη από πιέσεις της οικογένειας ή άλλων προσώπων που ασκούν εξουσία επάνω τους.
Αυτή, ωστόσο, η διαδικασία της συναίνεσης δεν μπορεί να προηγηθεί όταν πρόκειται για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, στις οποίες ο ασθενής δεν έχει τις αισθήσεις του και άρα δεν μπορεί να εκφράσει τη βούλησή του, να δώσει ή να αρνηθεί τη συναίνεσή του. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να «ακουστεί» η βούλησή του ασθενούς και να μην υποκατασταθεί η αυτονομία του από την ιατρική αυθεντία, μπορεί να προβλέπεται νομικά μία ή και οι δύο από τις ακόλουθες λύσεις: Η πρώτη είναι ο δυνάμει ασθενής να έχει ορίσει έναν πληρεξούσιό του για ιατρικά θέματα, προφανώς κάποιον που εμπιστεύεται και με τον οποίο έχει μοιραστεί τις επιθυμίες του ως προς την ιατρική του μεταχείριση.
«Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, τα έγγραφα αυτά δεν γίνονται δεκτά, κάτι που μειώνει την αυτονομία του ατόμου αναφορικά με το σώμα και τη ζωή του…»
Η δεύτερη λύση είναι να αναγνωρίζεται ως νομικά δεσμευτικό για τους γιατρούς κάποιο έγγραφο που εμπεριέχει «προγενέστερες οδηγίες» σχετικά με πράξεις που ο ίδιος ο ασθενής δεν θα επιθυμούσε και δεν θα συναινούσε σε αυτές, αν είχε τη δυνατότητα να το κάνει εγκαίρως. Το έγγραφο αυτό ονομάζεται μερικές φορές και «διαθήκη ζωής», καθώς αφορά την ιατρική διαχείριση της ίδιας του της ζωής, και απαλλάσσει τους γιατρούς από τυχόν ευθύνη τους για την επέλευση του θανάτου του ασθενούς. Είναι αυτονόητο ότι οι οδηγίες αυτές θα πρέπει να συντάσσονται με πλήρη επίγνωση και ελεύθερη βούληση και να πρέπει να επικαιροποιούνται, προκειμένου να διατηρούν την ισχύ τους.
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, τα έγγραφα αυτά δεν γίνονται δεκτά, κάτι που μειώνει την αυτονομία του ατόμου αναφορικά με το σώμα και τη ζωή του, εφόσον υπόκειται στις αποφάσεις άλλων, ιδίως των ιατρών, που, προσπαθώντας να διατηρήσουν τον ασθενή στη ζωή με κάθε διαθέσιμο μέσο, μπορεί να κατηγορηθούν και για «ιατρικό πατερναλισμό». Ισως όμως έχει έρθει η ώρα αυτό να αλλάξει και στη χώρα μας.
Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.