Αφορισμός σημαίνει ξεχωρισμός και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιείται για να σημάνει αυτόν που ξεχωρίζει ο ίδιος ο Θεός για να κάνει αυτό ή εκείνο το έργο. Ταυτόσημος όρος, που όμως σημαίνει χωρισμό από την κοινότητα της σωτηρίας (δηλαδή χρησιμοποιείται πάντα αρνητικά) είναι η λέξη «ανάθεμα». Στην Καινή Διαθήκη περιγράφεται και η πράξη του αποκλεισμού από την κοινότητα, που συναθροίζεται στο τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας και αποτελεί εικόνα της Εκκλησίας. Ο απόστολος Παύλος συνιστά για κάποιον που αμάρτησε βαριά να συναντηθεί η κοινότητα στο όνομα του Ιησού Χριστού και να παραδώσει τον συγκεκριμένο στον Σατανά «εις όλεθρον της σαρκός ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου» (Α’ Κορ., 5,5). Η τελευταία αυτή φράση δείχνει τελικά και την πρόθεση που υποκρύπτεται: ο αμαρτήσας να μετανοήσει και να σωθεί, αλλά ταυτόχρονα να μη «μολύνεται» από τον παλαιό κόσμο η κοινότητα των αγίων μέχρι να έρθει ο Κύριος στη Δευτέρα Παρουσία Του, η οποία προεξοφλούνταν πολύ σύντομα. Ετσι, η πρώτη Εκκλησία εφάρμοσε ως ύστατο μέτρο τον αφορισμό, που δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από στέρηση της Θείας Ευχαριστίας για ποικιλία αμαρτημάτων, μόνιμη ή προσωρινή, προκειμένου να παιδαγωγηθεί ο αμαρτωλός. Σε κάθε περίπτωση, στις βαρύτερες περιπτώσεις μόνιμης απαγόρευσης της Θείας Ευχαριστίας τη λύση θα έδινε η κρίση του ίδιου του Κυρίου όταν θα ερχόταν, ή όταν πέθαινε ο αφορισθείς. Ομως, ήδη μετά τον 3ο αιώνα η επιβολή του αφορισμού ήταν βασικά προσωρινή και ονομάστηκε «μικρός αφορισμός».
Από την άλλη, το «ανάθεμα» έφτασε να δίνει πανηγυρική και δημόσια διάσταση στον αφορισμό (τον λεγόμενο «μεγάλο»), όταν επρόκειτο για το οριστικό ξεκαθάρισμα προσώπων, απόψεων ή ομάδων που ύστερα από Συνόδους χαρακτηρίζονταν αιρετικές, όπως οι αρειανόφρονες (οπαδοί του Αρείου) τον 4ο αιώνα, ή οι οπαδοί του Νεστορίου τον 5ο αιώνα, ενώ αργότερα αναπτύχθηκε και η αμφιλεγόμενη πρακτική του μετά θάνατον αναθέματος που στόχευε πλέον μόνο στον παραδειγματισμό του πληρώματος. Το ανάθεμα τυποποιήθηκε μετά τον 9ο αιώνα ως σειρά αναθεματισμένων ονομάτων αιρετικών και αντίθετα προσευχητικά μνημονευόμενων ονομάτων ορθοδόξων (με το «αιωνία η μνήμη») ώστε να ξεχωρίζουν εύκολα οι αποδεκτές από τις απόβλητες θεολογικές διδασκαλίες στο λεγόμενο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Δεν υπήρξε, πάντως, ποτέ ένα συγκεκριμένο τυπικό αφορισμού, ενώ σε απλή μορφή ήταν υπόθεση επισκόπων (ή εντεταλμένων τους) και σε περιπτώσεις διαβόητων αιρετικών υπόθεση συνοδικής διαδικασίας. Πολύ αργότερα (κυρίως από την Τουρκοκρατία) η επίδραση του αφορισμού πήρε μεγάλες, σχεδόν μαγικές, διαστάσεις στη λαϊκή αντίληψη σχετικά με την τύχη του ανθρώπου μετά θάνατον (ότι έμενε άλιωτος ή και μετατρεπόταν σε βρικόλακα) και έτσι χρησιμοποιήθηκε ως γενικό μέσο απειλής, καταστολής, ανακριτικού μέσου κ,λπ. σε διαφορές μεταξύ Εκκλησιών, πιστών και Εκκλησίας, αλλά και πιστών μεταξύ τους σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, σε τέτοια έκταση που τον επιζητούσαν εναντίον των αντιδίκων τους από την Εκκλησία και… μη χριστιανοί (!) ως μέσο πίεσης. Αντίστοιχα, αναπτύχθηκαν τελετές και προσευχές για τη λύση του αφορισμού πριν ή και μετά θάνατον. Ολ’ αυτά παρά τις προειδοποιήσεις σημαντικών ανθρώπων της Εκκλησίας να μην ευτελίζεται αυτή η διαδικασία.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.