Ποια ακριβώς ήταν η Μαρία Κάλλας; «Τελευταία μεγάλη καλλιτέχνιδα», όπως την ήθελε ο μαέστρος και εκπαιδευτής της Σκάλας του Μιλάνου Αντονίνο Βότο; Ή μήπως «η Βίβλος της όπερας», όπως τη θεωρούσε ο Λέοναρντ Μπερνστάιν; Μια πιο πραγματιστική απάντηση, πιο κοντά στην πεζή εποχή μας, δόθηκε εδώ και μία δεκαπενταετία από το γνωστότερο περιοδικό για την όπερα, το αμερικανικό Opera News: «Τριάντα, σχεδόν, χρόνια μετά τον θάνατό της, εξακολουθεί να είναι ο ορισμός της καλλιτεχνικής ντίβας και μια από τις πιο ευπώλητες φωνές της κλασικής μουσικής». Σήμερα, εκατό χρόνια από τη γέννησή της, η Κάλλας φαίνεται ότι έχει αφήσει στίγμα ανεξίτηλο όσο και κεφαλαιώδες στην Ιστορία της μουσικής ερμηνείας.
Η ιστόρηση, βέβαια, των ξεχωριστών ανθρώπων δύσκολα θα έπειθε σήμερα ότι μπορεί να υποκαταστήσει την Ιστορία ολόκληρου του τομέα στον οποίο διέπρεψαν. Κι ωστόσο, οι κορυφαίοι τραγουδιστές έχουν εδώ ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες Μεγάλες Μορφές του παρελθόντος: ένας ικανός και διορατικός ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, και ένας τολμηρός ισπανός καπετάνιος, ο Χριστόφορος Κολόμβος, έμειναν στην Ιστορία γιατί άλλαξαν τη ροή της.
Στον χώρο της φωνητικής μουσικής ερμηνείας, το ίδιο: ένας τραγουδιστής θεωρείται μεγάλος και μένει στην Ιστορία επειδή άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο ακούμε τη μουσική. Επιπλέον όμως ο τραγουδιστής μπορεί να προβάλει και άλλο ένα πλεονέκτημα, για να θεωρηθεί ξεχωριστός: η ποιότητα της φωνής του και η ιδιαίτερη τέχνη με την οποία τη χρησιμοποιεί αποτελούν αυτόνομες αισθητικές αρετές που όσο ψηλότερα τις τοποθετεί η κοινωνία στο αξιακό της σύστημα τόσο περισσότερο σημαντικό θεωρεί τον καλλιτέχνη που τις επιδιώκει. Ο συνδυασμός των δύο αυτών αξιολογήσεων μας αποκαλύπτει τα απαστράπτοντα μέλη του αστερισμού της φωνητικής ερμηνείας και δημιουργεί το Πάνθεον των σπουδαίων τραγουδιστών του παρελθόντος.
Η Κάλλας ικανοποιεί και τις δύο παραπάνω αξιακές απαιτήσεις. Το φωνητικό της μέταλλο και η δεξιοτεχνική του χρήση κατόρθωσαν να μεταβάλουν τον τρόπο με τον οποίο ο ρέκτης της όπερας προσλαμβάνει το φωτεινό αντικείμενο του δικού του πόθου. Το φαινόμενο της επιστροφής στο μπελ κάντο (ο Ροντόλφο Τζελέτι έχει μιλήσει για «fenomeno neobelcantismo»), που θεωρείται ότι ξεκίνησε με την Κάλλας το 1949 στη Βενετία, όπου υποδύθηκε την Ελβίρα στους Πουριτανούς του Βιντσέντσο Μπελίνι (στην πραγματικότητα η ίδια είχε προετοιμάσει σχολαστικά τη νέα περίοδο στα χρόνια της μαθητείας της στο Ωδείο Αθηνών), δεν άνοιξε μόνο νέους δρόμους σε καλλιτέχνες – όπως η Μονσεράτ Καμπαγέ, η Τζόαν Σάδερλαντ, η Τερέζα Μπεργκάντσα, ο Λουτσιάνο Παβαρότι, ο Πλάθιδο Ντομίνγκο ή ο Ρουτζέρο Ραϊμόντι -, γνώρισε επίσης στη νέα γενιά οπερόφιλων τη χρυσή περίοδο του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, που είχε περιπέσει σε λήθη.
Γιατί τιμούμε τα εκατό χρόνια από τη γέννησή της; Τα γιορτάζουμε, όπως θα κάναμε και για τον Ενρίκο Καρούζο ή για την Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ; Η Μεγαλύτερη Ιστορία της Οπερας, το πολύτομο ιταλικό έργο που επιμελήθηκε ο Αλμπέρτο Μπάσο, θεωρεί την Κάλλας «Αμερικανίδα υψίφωνο ελληνικής καταγωγής» («soprano americano di origine greca»). Μήπως, λοιπόν, ιδιοποιούμαστε ξένες δόξες; Μήπως αποσπούμε ένα μεγάλο όνομα, που έτυχε να είναι ελληνικό, από τον φυσικό του χώρο – τη δυτική παράδοση – για να το μετατρέψουμε σε διάττοντα αστέρα ενός πλανητικού συστήματος κατάστικτου από πα, βου, γα, από σαντούρια και μπουζούκια, από ταξίμια και τσιφτετέλια;
Η ίδια η Κάλλας έχει δηλώσει: «Το αίμα μου είναι ελληνικό και αυτό δεν το αλλάζει κανένας» και έχει γράψει «πως υπερηφανεύομαι που είμαι Ελληνίς, πως μπόρεσα να κάνω την Ελλάδα μας υπερήφανη διά εμέ». Αυτή την υπερηφάνεια για μορφές όπως η Κάλλας δεν θα τη νιώσουμε πραγματικά αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι δεν πρόκειται για «διάττοντα αστέρα» αλλά για ουσιαστική ελληνική συμμετοχή σε έναν κοινό μουσικό πολιτισμό· πολιτισμό που συνηθίσαμε να θεωρούμε δικό μας μόνο αν είναι φτιαγμένος από αρχαίο μάρμαρο και που τον αγνοούμε όταν έρχεται να καταβάλει τακτικά – τουλάχιστον από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους – τον οβολό του στη θεά της παγκόσμιας μουσικής κοινοπολιτείας. Οβολό που παίρνει τη μορφή άλλοτε ενός Σπύρου Σαμάρα (που συμμετείχε στη διαμόρφωση του βερισμού), άλλοτε ενός Ευρυσθένη Γκίζα (που έπαιζε πρώτο φλάουτο στη Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τον Γκούσταβ Μάλερ), άλλοτε ενός Δημήτρη Μητρόπουλου (που διορίστηκε στην Κρατική Οπερα του Βερολίνου με μοναδικό εφόδιο τις ελληνικές μουσικές του σπουδές), άλλοτε μιας Μαριάννας Καλογεροπούλου (που γεννήθηκε στην Αμερική αλλά μορφώθηκε μουσικά στην Ελλάδα) και άλλοτε με τη μορφή νεότερων αντρών και γυναικών που επιμένουν να κάνουν την Ελλάδα υπερήφανη χάρη στη διεθνή καλλιτεχνική τους παρουσία.
Ο κ. Χάρης Ξανθουδάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.