Σε προγενέστερη αρθρογραφία καθώς και σε συνεντεύξεις που «Το Βήμα» μού έκανε την τιμή να μου ζητήσει για τη λεγόμενη Δίκη των «Εξι», αλλά και σε σχετικές ομιλίες μου – μαζί με τις μεγάλες, ιστορικές και πολιτικές ευθύνες των καταδικασθέντων, ίσως όμως και του Βενιζέλου – είχα την ευκαιρία να αναδείξω το νομικά ολοσχερώς αθεμελίωτο και πλήρως έωλο όλων των βάσεων του κατηγορητηρίου: της παράλειψης εκ μέρους των κατηγορουμένων των απαιτούμενων ενεργειών για την προσάρτηση στη χώρα μας των Δωδεκανήσων και της Β. Ηπείρου, της αντικατάστασης εμπειροπόλεμων αξιωματικών (βενιζελικών) από άλλους απόλεμους (κωνσταντινικούς), της «διά παιδαριώδη σκοπό» μετακίνησης στρατιωτικών δυνάμεων στη Θράκη, της μη διπλωματικής αξιοποίησης των ανταντόφιλων Βενιζέλου και Δ. Ράλλη, της προκήρυξης και της μη αναβολής, παρά τη συμμαχική προειδοποίηση, του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου για την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου, της διατήρησης «παρακυβερνήσεως» (Κωνσταντινόπουλου – Στρέιτ), της μη αποδοχής της διαμεσολαβητικής προσπάθειας των συμμάχων το 1921, βεβαίως δε της πλέον γενικής κατηγορίας πως «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν την εισβολήν του τουρκικού εθνικιστικού στρατού εις την επικράτειαν του Βασιλείου»!
Επίσης στις παρεμβάσεις μου αυτές ανέδειξα τόσο τις ομολογημένες πολιτικές σκοπιμότητες των εκτελέσεων (καταλλαγή πρωτίστως των προσφύγων) όσο και τις ανομολόγητες. (Οι τελευταίες ήταν αφενός μεν γενικές – δηλαδή η εκλογική διείσδυση στους πρόσφυγες των αξιωματικών της «Επανάστασης» που επιθυμούσαν να πολιτευτούν και η δικαιολόγηση, λόγω της «προδοσίας» των αντιπάλων, τόσο των θεσμοθετημένων προνομίων όσο και των παράνομων προαγωγών που είχαν μαζικά πάρει βενιζελικοί ένστολοι -, αφετέρου δε ειδικές: η προσωπική εχθρότητα προς τους καταδικασθέντες του Πάγκαλου και του Παπούλα…)
Ωστόσο και οι λεπτομέρειες της διεξαγωγής της Δίκης, το παρασκήνιό της, αλλά και όσα ακολούθησαν, έχουν το ενδιαφέρον τους. Επ’ αυτών, λοιπόν…
Πρώτον, ο πρόεδρος Αλ. Οθωναίος διεξήγαγε τη δίκη και διηύθυνε τη διαδικασία με ακραία μεροληψία και με διάθεση κατατρομοκράτησης των μαρτύρων. Πιο χαρακτηριστικό είναι το εξής: Βασικότατος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο Α. Παπούλας, προκάτοχος στην αρχιστρατηγία του υπόδικου Χατζ(η)ανέστη, τον οποίο άλλωστε αυτός είχε υποδείξει για τη διαδοχή του. Ο Παπούλας ήταν φανατικότατος κωνσταντινικός και συνιδρυτής το 1916 του κατά Μαυρογορδάτο «ιδιωτικού στρατού του Κωνσταντίνου», των Επιστράτων, ενορχηστρωτής δε των βιαιοτήτων τους κατά των βενιζελικών. Με την έκρηξη όμως του στρατιωτικού κινήματος και ενώ είχε αποσταλεί ως διαπραγματευτής με τους κινηματίες προσχώρησε στη νέα κατάσταση (λέγεται πως υπό τον Πλαστήρα και τον Γονατά υπηρετούσαν οι γιοι του). Στην κατάθεσή του, στην υπό τον Πάγκαλο ανακριτική επιτροπή ήταν εύλογα επιβαρυντικός για τον επ’ ελάχιστο διάστημα διάδοχό του, αφενός μεν για να πείσει για την ειλικρίνεια της παραταξιακής του μετακίνησης, αφετέρου δε για να μεταθέσει σε αυτόν και δικές του ευθύνες. Στην επ’ ακροατηρίω δίκη, λοιπόν, ο Οθωναίος τον υποδέχτηκε με τη φράση «προσέξτε, κύριε μάρτυς, μην πέσετε σε αντιφάσεις με την κατά την ανάκρισιν κατάθεσίν σας»…
Δεύτερον, ο Οθωναίος απέβαλε εύκολα από την αίθουσα – ή απειλούσε με αποβολή – τους κατηγορουμένους, «δι’ ασέβειαν προς το δικαστήριον».
Τρίτον, οι δικονομικές ενστάσεις των κατηγορουμένων – π.χ. για αντισυνταγματική συγκρότηση εκτάκτου στρατοδικείου – απορρίπτονταν βάσει μιας διάταξης του Επαναστατικού Καθεστώτος, που προέβλεπε πως αυτές θα κρίνονται με κριτήριο το αν υπηρετούν «την ουσιαστικήν δικαιοσύνην».
Τέταρτον, οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν του δικαιώματος να επικαλεσθούν διπλωματικά έγγραφα «ίνα μη έλθωσιν εις φως απόρρητα του κράτους».
Πέμπτον, αν και ο ίδιος το αρνείται στα Απομνημονεύματά του, ο Πάγκαλος απειλούσε τους στρατοδίκες, για να μην εκτελεστούν οι ίδιοι, να εκδώσουν θανατικές καταδίκες, και δη ομόφωνες.
Εκτον, ο Γονατάς διαμήνυσε στον Νικόλαο Στράτο πως θα φρόντιζε να μην καταδικαστεί σε θάνατο, αν απολογείτο μόνο δι’ εαυτόν και δεν αναφερόταν και στον Γούναρη. Ο Στράτος ωστόσο – μολονότι ούτε αυτός ούτε ουδείς άλλος κατηγορούμενος πλην του Γούναρη ήταν υπουργός στην, πρώτη μετανοεμβριανή, κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, αυτή που αποφάσισε το δημοψήφισμα για την επαναφορά του Κωνσταντίνου και δεν το ανέστειλε παρά την προειδοποίηση των Συμμάχων της Αντάντ – είπε πως θα συνιστούσε αξιόποινη πράξη η παράδοση της εθνικής κυριαρχίας σε ξένες δυνάμεις!
Εβδομον, δεν υπήρχε εξατομίκευση των κατηγοριών, ήταν όλες ενιαίες για όλους, και έτσι ο υποναύαρχος Γούδας – που επανήλθε στη Βουλή το 1926 – αρνήθηκε να απολογηθεί, θεωρώντας πως κανένα σημείο του κατηγορητηρίου δεν τον αφορούσε. (Σημειωτέον πως στις εκδόσεις των απολογιών των καταδικασθέντων δεν υπάρχει και η – δοθείσα – απολογία του στρατηγού Ξ. Στρατηγού.)
Ογδοον, οι εκ του Ναυτικού προερχόμενοι στρατοδίκες ήταν μετριοπαθέστεροι, ζητώντας τέσσερις ή πέντε καταδίκες σε θάνατο. Οι πιο εμπαθείς – όπως ο Β. Καραπαναγιώτης, τον οποίο αργότερα ο Βενιζέλος έκανε υπουργό, αλλά υποχρεώθηκε σύντομα σε παραίτηση λόγω εμπλοκής του σε σκάνδαλο – ήθελαν οκτώ «εις θάνατον» και έτσι βρέθηκε ο συμβιβασμός των έξι, με τον Πρωτοπαπαδάκη να προστίθεται την τελευταία στιγμή (τις πρωινές ώρες της διάσκεψης) στους θανατοποινίτες. Μετά την εκτέλεσή του βρέθηκαν ζωγραφισμένα ψαλίδια στο τάφο του, επειδή είχε αποφασίσει αναγκαστικό δάνειο με κόψιμο των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων.
Ενατον, μόνος εκτός πραγματικότητας, ο Θεοτόκης (μάζί με τον Στράτο) πριν εκτελεστεί ζητούσε δάσκαλο αγγλικών, γιατί «θα πήγαινε μελλοντικά πρέσβυς στο Λονδίνο».
Δέκατον, πηγαίνοντας προς το εκτελεστικό απόσπασμα ο Μπαλτατζής πρόσεχε μην του πέσει το μονόκλ του.
Ενδέκατον, λέγεται πως ένας φαντάρος που περίσσευε αρνήθηκε να αποχωρήσει από το εκτελεστικό απόσπασμα, γιατί ήταν Μικρασιάτης και ήθελε «να ρίξει».
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.