Στη μακραίωνη ιστορία της ανθρωπότητας, η θάλασσα και η ναυτιλία αποτελούσαν ένα θέμα που πάντα γοήτευε τους καλλιτέχνες. Από τις αποτυπώσεις των αιγυπτιακών πλοιαρίων μέχρι τη μινωική τέχνη και τις αθηναϊκές τριήρεις σε κάθε μορφής τεχνουργήματα, η μεγαλοπρέπεια, η ομορφιά αλλά και το μυστήριο της ναυτιλίας και της ναυτικής ζωής αναδείχθηκαν διά μέσου των αιώνων.

Τα πρώτα γνωστά έργα που απεικονίζουν θαλάσσια θέματα είναι βραχογραφίες από το 12000 π.Χ. που δείχνουν πλεούμενα στο Εθνικό Πάρκο του Γκομπουστάν, στις όχθες της Κασπίας Θάλασσας. Βραχογραφίες και σκαλιστά αντικείμενα που απεικονίζουν πλοία έχουν βρεθεί σε πολλά νησιά του Αιγαίου, καθώς και στην ηπειρωτική Ελλάδα, και χρονολογούνται από το 4000 π.Χ.

Στη συνέχεια, στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη άνθρωποι και θεοί εμφανίζονται σε ποτάμιες φορτηγίδες, ενώ νωπογραφίες σε αιγυπτιακούς τάφους δείχνουν συχνά σκηνές κυνηγιού πουλιών με βάρκες στο Δέλτα του Νείλου και τα ταφικά αντικείμενα περιλαμβάνουν μοντέλα σκαφών και των πληρωμάτων τους για χρήση στη μετά θάνατον ζωή.

Θαλασσογραφίες

Πλοία εμφανίζονται επίσης στην αρχαία ελληνική αγγειογραφία, ειδικά όταν σχετίζονται με αφηγηματικό πλαίσιο, καθώς και σε νομίσματα. Οπως και στην αιγυπτιακή ζωγραφική, η επιφάνεια του νερού υποδεικνύεται από μια σειρά παράλληλων κυματιστών γραμμών. Τέλος, και η αρχαία ρωμαϊκή τέχνη παρουσιάζει τοιχογραφίες με απόψεις σπουδαίων λιμανιών.

Από την ύστερη αρχαιότητα έως το τέλος του Μεσαίωνα οι θαλασσογραφίες είναι ελάχιστες. Τα θαλάσσια θέματα εμφανίζονταν όταν απαιτούνταν για αφηγηματικούς σκοπούς και δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο είδος. Ενδεικτικά, θαλάσσια στιγμιότυπα στη μεσαιωνική τέχνη περιλαμβάνονται στην ταπισερί της Μπαγιέ του 11ου αιώνα, που απεικονίζει την κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς.

Κατά τον 15ο αιώνα, σε εικονογραφημένα χειρόγραφα εμφανίστηκαν πιο ρεαλιστικές απεικονίσεις τόσο της θάλασσας όσο και των πλοίων, που χρησιμοποιήθηκαν για εικονογραφήσεις πολέμων, μυθιστοριών και σκηνών αυλικής ζωής, καθώς και θρησκευτικές σκηνές καλλιτεχνών όπως ο Ζαν Φουκέ και ο Σίμον Μπένινγκ. Η ιταλική τέχνη της Αναγέννησης παρουσίαζε ναυτικές σκηνές όταν χρειαζόταν, αλλά εκτός από τον βενετό καλλιτέχνη Βιτόρε Καρπάτσο, με σκηνές από ενετικά κανάλια και αποβάθρες, και τον Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο, υπήρχαν λίγοι καλλιτέχνες σε αυτόν ή στον επόμενο αιώνα που ενδιαφέρθηκαν για το θέμα.

Οι καλλιτέχνες που ανέπτυξαν και διέδωσαν τη θαλασσογραφία ως ιδιαίτερο είδος είναι αρκετοί από τους ζωγράφους της λεγόμενης ολλανδικής Χρυσής Εποχής του 17ου αιώνα. Καθώς, η Ολλανδική Δημοκρατία βασιζόταν στην αλιεία και στο θαλάσσιο εμπόριο, αποκομίζοντας τον εξαιρετικό της πλούτο, το είδος της θαλασσογραφίας ήταν εξαιρετικά δημοφιλές.

Η ελληνική δημιουργία

Η θαλασσογραφία κυριαρχεί και στην ελληνική ζωγραφική του 19ου αιώνα, αλλά ακόμα και σήμερα σε νεότερες γενιές καλλιτεχνών, και οι μεγαλύτεροι τοπιογράφοι μας διέπρεψαν σε αυτό το γοητευτικό είδος: Αλταμούρας, Βολανάκης, Λύτρας, Χατζής κ.ά. Αλλά και στον 20ό αιώνα η θάλασσα εξακολουθεί να συναρπάζει τους καλλιτέχνες με τα χρώματα, τις εναλλαγές και το μυστήριό της.

«Πατέρας» της ελληνικής θαλασσογραφίας χαρακτηρίζεται ο Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907). Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσής του. Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του – όπως π.χ. το γνωστό «Πανηγύρι του Μονάχου» – δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις. Οι θαλασσογραφίες του κοσμούν τις επισημότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του σταθμού του μετρό στον Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες σε πάρα πολύ υψηλές τιμές.

Ο ίδιος απεικόνισε με αξιοθαύμαστη παραστατικότητα την ατμόσφαιρα καθημερινών σκηνών στο λιμάνι, αλλά και ιστορικά ναυτικά γεγονότα με απίστευτη ένταση. Διάσημα έργα του, η «Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας», η «Πυρπόληση τουρκικής φρεγάτας» (Ναυτικό Μουσείο, Πειραιάς) και η «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» (Αρχηγείο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, Αθήνα).

Ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878) στην πολύ σύντομη ζωή του, στρεφόμενος προς τον ιμπρεσιονισμό, δημιούργησε μια σειρά έξοχων ατμοσφαιρικών έργων, μεταξύ των οποίων το «Λιμάνι της Κοπεγχάγης» και το «Καΐκι στις Σπέτσες», που ανήκουν στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης. Πατέρας του ήταν ο ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα και μητέρα του η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, κόρη σημαντικής σπετσιώτικης οικογένειας και η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος. Το 1875, και ενώ βρισκόταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β’ τάξεως.

Εμπνευση από το λιμάνι

Αλλος σημαντικός εκπρόσωπος της ομάδας των ελλήνων θαλασσογράφων είναι ο Βασίλειος Χατζής (1870-1915), ο οποίος έζησε στην Πάτρα και εμπνεύστηκε από το λιμάνι της. Από νεαρή ηλικία έζησε κοντά στη θάλασσα και ταξίδεψε με πολλά πλοία.

Μελέτησε το καράβι στην κάθε του λεπτομέρεια και το αποτύπωσε στους πίνακές του άλλοτε αραγμένο σε ήρεμα νερά και άλλοτε να δέρνεται από τα κύματα σε τρικυμισμένες θάλασσες.

Διακρίθηκε για τις πολεμικές θαλασσογραφίες που έφτιαξε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων κατά παραγγελία της ελληνικής κυβέρνησης, ανάμεσά τους, η «Ναυμαχία της «Ελλης»» και ο «Στόλος του Αιγαίου σε βραδινή περιπολία» (Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος).

Εξαιρετικά δείγματα απεικόνισης του υγρού στοιχείου περιλαμβάνει το έργο και άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών. Κανείς δεν μένει ασυγκίνητος απέναντι στη «Βάρκα με πανί» και στο «Φάρο» του Νικόλαου Λύτρα, στο «Τοπίο παραθαλάσσιο» του Κωνσταντίνου Μαλέα, στο «Λιμάνι της Καλαμάτας» του Κωνσταντίνου Παρθένη, στον «Γαλλικό Στόλο» και στη «Βάρκα στο λιμάνι» του Σπύρου Βασιλείου ή στο «Νερό» του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.

Μεταπολεμικά, ο Πάρις Πρέκας, στα έργα του οποίου εμφανίζεται επίσης και ο ανθρώπινος μόχθος, και ο Κώστας Τσόκλης, του οποίου οι θαλασσινές δημιουργίες ανασυνθέτουν με ψευδαισθητικά ευρήματα την ατμόσφαιρα, δίνοντας την αίσθηση του θαλασσινού τοπίου, πήραν τη σκυτάλη και μετέδωσαν την εικόνα της θάλασσας απανταχού της Γης.

Ο Καββαδίας και οι θαλασσινές στιγμές

Τέχνη όμως δεν είναι μόνο η ζωγραφική ή η γλυπτική, γι’ αυτό και η ποίηση βίωσε σημαντική έμπνευση από τη θάλασσα, τα πλοία και τους ναυτικούς. Η ανεξάντλητη γοητεία της ιστορίας και της ναυτιλίας φουντώνει από την αστείρευτη έλξη των ταξιδιών, της προσέγγισης νέων τόπων, της «ανακάλυψης» νέων λαών και της ιστορίας τους. Ταυτόχρονα, είναι και η υπέρβαση των συνόρων, με την αίσθηση του πλάτους και του μήκους του κόσμου, από τα παγωμένα νερά των βόρειων θαλασσών ως εκείνα των νότιων, να δημιουργεί νέους ορίζοντες.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής της θάλασσας και των ναυτικών. Ο ίδιος γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες. Το 1914, με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας του Χαρίλαος επιστρέφει στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά.

Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, πασχίζοντας να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.Στη συνέχεια, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό και είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα, ενώ στα 18 του αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Ομως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο.

Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Τομ Νοέμβριο του 1928 ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και κάνει το πρώτο του μπάρκο ως ναυτόπαις στο φορτηγό «Αγιος Νικόλαος».

Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ, ενώ από από το 1954 μέχρι και το 1974 ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα.

Το «Μαραμπού»

Τρεις ποιητικές συλλογές εξέδωσε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας και μάλιστα η μια δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του το 1975. Το όνομα καθεμιάς είχε πολύ ξεχωριστή σημασία για τον ποιητή και μαρτυρά πράγματα για την ψυχοσύνθεσή του. Η πρώτη, το «Μαραμπού», κυκλοφόρησε το 1933 σε 245 μόλις αντίτυπα, με δικά του έξοδα. Σε αυτή είναι πολύ φανερή η επιθυμία του να γίνει ναυτικός, καθώς και ο έντονος φόβος του μην τον βρει ο θάνατος στη στεριά.

Το «Μαραμπού» είναι ένα πουλί, κακός οιωνός για τους ναυτικούς. Είναι όμως και το παρατσούκλι του Καββαδία, το οποίο είχε δώσει ο ίδιος στον εαυτό του. Η δεύτερη ποιητική απόπειρα, πολύ πιο εσωτερική με τίτλο «Πούσι», εκδόθηκε το 1947. Το «Τραβέρσο» είναι η τελευταία του ποιητική συλλογή και αποτελεί μια προσωπική συνομιλία με τον εαυτό του και μια βαθιά ενδοσκόπηση με τα πεπραγμένα. Τραβέρσο στη γλώσσα των ναυτικών είναι η αναγκαστική πορεία σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου.

Το 1979 είναι μια χρονιά-σταθμός για την ποίηση του Νίκου Καββαδία κι αυτό γιατί τότε κυκλοφόρησε ένας δίσκος-ορόσημο για την ελληνική μουσική με τίτλο ο «Σταυρός του Νότου». Ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε 11 ποιήματα του Καββαδία και χάρισε στην ελληνική μουσική σκηνή έναν από τους πιο σημαντικούς της δίσκους.